Κανένα βήμα μπροστά και δεκαετίες πίσω: Η αποτίμηση των νέων θεσμικών παρεμβάσεων στα ΑΕΙ

Η τελική μάχη κατά των ΑΕΙ επισφραγίστηκε με ένα μπαράζ αρνητικών άρθρων στον τύπο στην περίοδο της συζήτησης του νομοσχεδίου . Ήταν τέτοιο το μένος εναντίον αυτών που – έναντι 1700 και 2000 ευρώ το μήνα – κάνουν θετικά γνωστή την πατρίδα τους και φέρνουν πόρους στη χώρα, που η λέξη “απατεώνες” ήταν πιθανόν η λιγότερο προσβλητική από όσες χρησιμοποιήθηκαν για να περιγράψουν συλλήβδην το “ποιόν”, τάχα, των Πανεπιστημιακών της Ελλάδας.

Η πραγματική επίθεση εναντίον μας όμως και η μεγαλύτερη ύβρις είναι τα ίδια τα άρθρα του Νέου Νόμου. Η θεώρηση της Πανεπιστημιακής Κοινότητας σαν υποψήφιας προς “σωφρονισμό” μέσω της διοίκησης μας από εξωτερικές δυνάμεις, αλλά και δυνάμεις από την αλλοδαπή, είναι διάχυτη σε ένα νομοσχέδιο που αρχικά προέβλεπε ότι τα μέλη του Συμβουλίου εκλέγουν και παύουν τον Πρύτανη για να καταλήξει στο απίθανα “δημοκρατικό” να εκλέγουμε μόνο από αυτούς που είναι αρεστοί στο Συμβούλιο.

Η μεγαλύτερη μας ήττα βέβαια – και κόλαφος για τον τρόπο που περιφρουρούμε το λειτούργημα μας – υπήρξε το γεγονός ότι η απόπειρα “σωφρονισμού μας” έγινε με βάση κατηγορίες που τις είχαμε εμπεδώσει ad nauseam από μια μικρή σχετικά ομάδα συναδέλφων αλλά και εκπροσώπων μας με θεσμικές προσβάσεις. Σ’ αυτό συνοδοιπόρησαν με πολλούς από τους πολιτικούς που εξακολουθούν να αμείβονται με χιλιάδες ευρώ εκτοξεύοντας καθημερινά κατηγορίες εναντίον των κοινών θνητών και θυμάτων της κρίσης αλλά και της χώρας τους της ίδιας. Τα αποτελέσματα για τις ζωές τις δικές μας και των οικογενειών μας τα γνωρίζουμε αν και δυστυχώς όχι ακόμα “εις ολόκληρον”. Τα αποτελέσματα της θεσμικής αλλαγής – που επιβλήθηκε με αγαστή συνεργασία των κατα καιρούς κυβερνησάντων και με καθολική σχεδόν αντίθεση από την Πανεπιστημιακή κοινότητα – τα βιώνουμε ήδη μέσω του πρώτου συγχρονισμένου πλήγματος: Στάση διορισμών ΔΕΠ & περικοπή των θέσεων Π.Δ. 407. Είναι η ώρα να συντονίσουμε κι εμείς την απάντηση μας.

Το ότι το νομοσχέδιο είναι συνταγματικά διάτρητο μπορεί να το διαγνώσει και πρωτοετής φοιτητής – ακόμα και εκτός Νομικής σχολής – ενώ η αντισυνταγματικότητα μεγάλου αριθμού άρθρων του επιβεβαιώνεται συντριπτικά από επιφανείς Συνταγματολόγους που η χώρα διαθέτει. Όμως παραμένει το δια ταύτα της επόμενης ημέρας και της πρώτης μας αντίδρασης.

Η ελπίδα όλων θα έπρεπε να είναι πως στην τελευταία μας πράξη σαν δημοκρατικά όργανα των ΑΕΙ θα δείξουμε – σε όσους νομίζουν πως πήραν με τη δική μας ψήφο το δικαίωμα να δώσουν πάνω από δέκα εκατομμύρια Ελλήνων βορά στην τρόικα – πως τα Ακαδημαϊκά Ιδρύματα δεν παραδίδονται. Αν αποτύχουμε στη συντονισμένη δράση των Συγκλήτων η θέση μας θα είναι βέβαια δυσκολότερη αλλά και πάλι μονοσήμαντα ορισμένη.

Αν αντισταθούμε μη συμμετέχοντας στη διαδικασία εκλογής θα βρεθεί δυστυχώς εκείνη η θλιβερή μειοψηφία των “προθύμων” για να μεταβάλει τα ΑΕΙ στην ακαδημαϊκή εκδοχή της σημερινής πολιτικής της χώρας: Παράδοση άνευ όρων και προσωπική διάσωση. Αν η θεσμική αντίδραση δεν τελεσφορήσει και η κατάρριψη του Νόμου στο ΣτΕ καθυστερήσει, οφείλουμε να περιφρουρήσουμε τα όργανα των Πανεπιστημίων που βάλλονται θεσμικά μαζί με την ακαδημαϊκή μας αξιοπρέπεια, συγκροτώντας τα Συμβούλια από τα υφιστάμενα και υπηρετούντα εκλεγμένα όργανα: Πρυτάνεις, Αντιπρυτάνεις και Κοσμήτορες.

Δεν τιμούμε έτσι τους συναδέλφους μας προσωπικά. Τη Δημοκρατία υπερασπιζόμαστε, όπως οι γενιές των ΔΕΠ του σήμερα αγωνίστηκαν γι’ αυτή από την εποχή του 114 και του Γεωργίου Παπανδρέου. Μαζί με αυτούς που χάθηκαν στους αγώνες για να μην – ανάμεσα στ’ άλλα – μπαίνουν τανκς και Αστυνομία στα ιδρύματα, η ιστορία της επίθεσης που δέχτηκε τότε ο τελευταίος, μέσα από το ίδιο το Κοινοβούλιο, είναι διαρκής υπόμνηση πως η υπεράσπιση του Συντάγματος είναι καθήκον όλων των Ελλήνων έξω από αυτό.

ΑΝΟΙΚΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΥΠΟΥΡΓΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ κα Α. ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ

του Γ. Τριμπέρη

Αξιότιμη κα Υπουργέ,

Δεν σας γνωρίζω προσωπικά αλλά παρακολουθώ τα ευδιάκριτα ίχνη που
αφήνετε πληγώνοντας ολόκληρο τον εκπαιδευτικό κορμό της χώρας μας. Αυτές τις ημέρες
εσείς και η κυβέρνησή σας αποφασίσατε, συνεπικουρούμενη από τις υπόλοιπες δυνάμεις
της συντήρησης και του αυταρχισμού, να αποτελειώσετε την Ανώτατη Εκπαίδευση.

Παρακολούθησα προσεκτικά την συζήτηση στην «Επιτροπή Μορφωτικών
Υποθέσεων» και την τραγική εξέλιξη της «συζήτησης» στην ολομέλεια της Βουλής. Υπήρξα
αυτήκοος μάρτυρας του πολιτικού κανιβαλισμού στο Ελληνικό Κοινοβούλιο.

Παρακολούθησα την κατασυκοφάντηση των Πανεπιστημιακών Δασκάλων του τόπου από
ένα πλήθος ανθρώπων οι οποίοι υποτίθεται ότι εκπροσωπούσαν τον Ελληνικό λαό.
Απίστευτης προέλευσης άνθρωποι, οι οποίοι εμφανώς αγνοούσαν την πανεπιστημιακή
δομή και λειτουργία, λιβάνιζαν με πάθος το νσχ σας. Δίνοντας τερατώδη στοιχεία τα οποία
ήταν τόσο ψευδή που σας έφερναν και εσάς σε δύσκολη θέση. Σας έβλεπα με το βλέμμα
χαμηλωμένο, υπήρχε και η τηλεόραση, να προσπαθείτε διακριτικά να τους διορθώσετε.

Άκουσα τους, μετά από μερικές ώρες και τηλεφωνήματα, συνοδοιπόρους σας να
διεκδικούν την πατρότητα των ιδεών σας, απευθυνόμενοι με την ίδια «πολιτική»
συμπεριφορά στην πανεπιστημιακή κοινότητα.

Παρακολούθησα τους βουλευτές του ΛΑ.Ο.Σ., φυσικά και όχι μόνο αυτούς, η ΝΔ
σας έθεσε την ρητή κατάργηση του ασύλου όρο απαράβατο, να χαίρονται, θεωρώντας νίκη
τους τον εξοστρακισμό του «κομματικού στρατού της αριστεράς» από τα Πανεπιστήμια δια
νόμου. Η «εγκληματικότητα» στα ΑΕΙ ήταν το αστείο πρόσχημα, όταν η εγκληματικότητα
στη χώρα είναι ανεξέλεγκτη. Η αστειότητα των προφάσεων αυτών φαντάζομαι ότι ήταν
ένας ακόμα λόγος για να ευθυμούν. Ενώ καταμαρτυρούσατε στις φοιτητικές παρατάξεις,
ανηθικότητα και συναλλαγή, γνωρίζατε καλά και εσείς και εκείνοι μαζί με τους οποίους
ψηφίσατε αυτόν τον επικίνδυνο νόμο, ότι οι αναφορές σας αφορούσαν τις δικές σας
φοιτητικές παρατάξεις, παράγωγα της ιδεολογίας σας, γέννημα της πολιτικής σας. Στόχος
σας είναι να εξαφανίσετε την ελεύθερη έκφραση των ιδεών στα Πανεπιστήμια. Να
δημιουργήσετε όχι μόνο ημιμαθείς και άρα εκμεταλλεύσιμους αποφοίτους, αλλά κυρίως
πολιτικά ακίνδυνους. Ποια θα είναι η επόμενη τροπολογία που θα κάνετε; Παραδειγματικό
λιθοβολισμό στην όποια ελεύθερη φωνή υψωθεί στα πανεπιστήμια; Θα επαναφέρετε τον
νόμο 4000;

Σας παρακολούθησα να παρουσιάζετε την περίφημη φωτογραφία με το χοντρό
ντοσιέ‐τον ισχύοντα νόμο‐ και το 128(;) σελίδων δικό σας νσχ στην Επιτροπή Μορφωτικών
Υποθέσεων και να μεταφέρεται «the real thing» στην ολομέλεια. Δυσκολεύτηκα να
συνέλθω. Παρωχημένες τεχνικές marketing στις ΗΠΑ στις αρχές του ΄50! Κανείς δεν σας
επεσήμανε ότι η ποιότητα δεν μετριέται με ποσοτικά κριτήρια; Ακριβώς αυτή η αντίληψη
κυριαρχεί και στα κριτήρια αξιολόγησης που οδήγησαν τις 24 στις 27 χώρες της ΕΕ σε
εκπαιδευτική και ερευνητική υποβάθμιση, μετά την εφαρμογή της συνθήκης της Μπολόνια
στις χώρες τους, και τώρα την αναθεωρούν. Και εσείς θεωρείται ριζοσπαστικό εκείνο το
οποίο «24 στους 27 κατασκευαστές» δηλώνουν σε όλους τους τόνους δημόσια,
σοσιαλδημοκράτες καθώς και δεξιοί, ότι δηλαδή η συνθήκη της Μπολόνια δεν κάνει την
φορεσιά της τριτοβάθμιας εκπαίδευσής τους πιο αστραφτερή. Πλήθος στοιχείων στη
διάθεσή σας, αν φυσικά δεν τα έχετε, πράγμα που δεν πιστεύω. Τα οποία όμως
αποκρύψατε. Όπως χρόνια τώρα τα αποκρύπτουν από τον ελληνικό λαό τα αστικά ΜΜΕ.

Στη συνάντηση των Ευρωπαίων πρυτάνεων στη Σαλαμάνκα το Μάρτιο του 2001
τέθηκε ως πρωταρχικός στόχος η δημιουργία πανεπιστημίων «παγκοσμίου επιπέδου
ανταγωνιστικών, πανεπιστήμιων που θα έλκουν πολύ δημόσιο και ιδιωτικό χρήμα, που θα
διαθέτουν τους καλύτερους καθηγητές, χάρη στους ελκυστικούς μισθούς, τους καλύτερους
φοιτητές». Παραδέχθηκαν, όμως παράλληλα ότι «…αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα την άνιση
εξέλιξη των πανεπιστημίων και άνιση συγκέντρωση πόρων».

Οι πολυεθνικές είναι υπέρμαχοι της αξιολόγησης και της διασφάλισης ποιότητας στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες γιατί ενδιαφέρονται να συνάψουν μεγάλα συμβόλαια για έρευνες με
τα πανεπιστήμια που προσφέρουν τις καλύτερες υπηρεσίες και που έχουν την καλύτερη
φήμη, σημαντικό πλεονέκτημα για την πώληση προϊόντων σύμπραξης πανεπιστημίων με τις
επιχειρήσεις, αδιαφορώντας για την άνιση ανάπτυξη των πανεπιστημίων μέσω του
ανταγωνισμού και την δημιουργία πανεπιστημίων 2ης και 3ης κατηγορίας; Κανένα έγγραφο
της ΕΕ, και κατ΄ επέκταση και οι δικές σας προτάσεις, δεν συμπεριλαμβάνουν στα κριτήρια
αξιολόγησης του πανεπιστημίου την δωρεάν φοίτηση, τις κρατικές φοιτητικές παροχές, την
διανομή δωρεάν συγγραμμάτων, την επίλυση σοβαρών κοινωνικών προβλημάτων στα
οποία οδήγησαν οι ερευνητικές δραστηριότητες των πανεπιστημιακών δασκάλων‐
ερευνητών. Αυτό το μοντέλο, τηρουμένων των αναλογιών, μεταφέρετε με τον νόμο τον
οποίο ψηφίσατε στα ελληνικά Πανεπιστήμια. Αλλάζοντας δραματικά τον ρόλο του
πανεπιστημιακού δασκάλου και τον ρόλο του πανεπιστημίου. Εάν δε λάβει κανείς υπ΄ όψη
και την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η χώρα αναπτυξιακά, αυτή η προσήλωση σας στα
καπιταλιστικά πρότυπα σε βάρος των πραγματικών λαϊκών αναγκών που θα μπορούσε η
Ανώτατη Εκπαίδευση να ικανοποιήσει, η πολιτική σας θα οδηγήσει τον κάθε είδους
«σαλταδόρο» της αγοράς να εκμεταλλευτεί το Πανεπιστήμιο, έμψυχο υλικό και υποδομές .

Όσον αφορά στους διδάσκοντες, ο στόχος σας είναι ξεκάθαρος. Η παντελής
απουσία αναφοράς από το νόμο σας της Έρευνας ως αναπόσπαστο χαρακτηριστικό του
πανεπιστημιακού δασκάλου, και η μετάθεση της σε έναν άλλο νόμο, η αναφορά στο
υποτιθέμενο «Τμήμα» ως εκπαιδευτική και μόνο μονάδα και η εξαφάνιση του Τομέα, η
τριετής διάρκεια των σπουδών, χωρίς τα ενιαία χαρακτηριστικά του επιστημονικού
αντικειμένου, υποδηλώνουν την πρόθεσή σας στην μετατροπή των πανεπιστημίων σε
σχολές κατάρτισης , οι οποίες δεν θα έχουν ανάγκη κρατικής χρηματοδότησης. Τα δίδακτρα
από τον 2ετή κύκλο και οι αμοιβές από την παροχή υπηρεσιών σε τρίτους θα καλύπτουν τις
λιγοστές τους ανάγκες, μια και ο αριθμός του μονίμου προσωπικού θα έχει περιοριστεί
απελπιστικά, και οι ελαστικής μορφής εργασίας ιδιωτεύοντες διδάσκοντες θα καλύπτουν
τις υποβαθμισμένες διδακτικές ανάγκες. Αν δε εκποιήσουν και την όποια πανεπιστημιακή
περιουσία υπάρχει, θα επιζήσουν λίγο περισσότερο. Ερευνητικά θα επιζήσουν οι
πανεπιστημιακές μονάδες που θα προσαρμοστούν απόλυτα στις επιχειρηματικές
κατευθύνσεις που η αγορά θα επιβάλλει.

Κυρία Υπουργέ,
κλείνοντας αυτή την σύντομη δημόσια επικοινωνία μου μαζί σας, επιτρέψτε μου να πω,
αφήστε τους εφοπλιστές να επιδίδονται στο αγαπημένο τους σπορ, αυτό της συσσώρευσης
δισεκατομμυρίων απομυζώντας και την τελευταία σταγόνα του ιδρώτα των ναυτικών και
όχι μόνο. Μην τους επιφορτίζεται με μια ακόμα κοινωνική ευθύνη, αυτή της διοίκηση των
Πανεπιστημίων, όπου τους καλείται να διαπλάσουν νέους επιστήμονες, μεταφέροντας
τους τις ηθικές αρχές που οι ίδιοι ακολούθησαν στη ζωή τους και οι οποίες τους οδήγησαν
να γίνουν αξιοσέβαστα μέλη της κοινωνίας μας.

Φοβάμαι ότι στην πρόσφατη συνέντευξη τύπου που δώσαμε, όπου είπα ότι
μεθαύριο μπορεί να ιδιωτεύσετε, έκανα λάθος. Το σύστημα σας χρειάζεται. Όμως εμάς
μας έχει ανάγκη η κοινωνία, τα παιδιά της λαϊκής οικογένειας, και όχι μόνο, που παρά τις
προσπάθειές σας θα συνεχίσουμε να τα μορφώνουμε όπως τους αξίζει και όχι γι΄αυτό που
τα προορίζετε. Μας έχει ανάγκη η επιστήμη, την οποία πλήρως και αποκλειστικά
υπηρετούμε χρόνια τώρα. Όταν κληθήκαμε να υπηρετήσουμε το Πανεπιστήμιό μας δεν
υπογράψαμε συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου για απασχόληση περιορισμένου χρόνου.

Δώσαμε μια συγκεκριμένη υπόσχεση ζωής στον ακαδημαϊκό κόσμο και στην κοινωνία. Και
κανείς σας δεν θα μας κάνει επίορκους.

Τιμώντας το αξίωμα που κατέχετε,
Καθηγητής Γ. Π. Τριμπέρης
Τμήμα Φυσικής ΕΚΠΑ

ΥΓ: Είμαστε πολλοί περισσότεροι από όσους νομίζετε.

Αναρτήθηκε από You Pay Your Crisis στις 6:29 μ.μ.

Πρόσκληση σε συζήτηση

Μέσα στο καλοκαίρι και με συνοπτικές διαδικασίες

η κυβέρνηση προωθεί για ψήφιση στη βουλή,

νομοσχέδιο που κατεδαφίζει την ανώτατη εκπαίδευση

Η πανεπιστημιακή κοινότητα αντιδρά και απαιτεί να αποσυρθεί τώρα το νομοσχέδιο

Η πρωτοβουλία πανεπιστημιακών ενάντια στο πανεπιστήμιο του μνημονίου,

σε συνεργασία με τη συνέλευση της πλατείας Συντάγματος

διοργανώνει διήμερο κινητοποιήσεων στο Σύνταγμα

την Κυριακή 21 Αυγούστου, στις 8 το βράδυ,

συζήτηση με θέμα:

“Πανεπιστήμιο για την κοινωνία και όχι για τις επιχειρήσεις”

Συμμετέχουν:

Κώστας Δουζίνας αντιπρύτανης Birkbeck Π/μίου Λονδίνου

Σίμος Σιμόπουλος  πρύτανης του ΕΜΠ,

Λάζαρος Απέκης τέως πρόεδρος ΠΟΣΔΕΠ,

Αντρέας Νοταράς λέκτορας στο Πάντειο,

Σταύρος Παναγιωτίδης μεταπτυχιακός φοιτητής

Ομιλητές από τη συνέλευση της πλατείας.

Η συζήτηση θα συνεχιστεί και θα επεκταθεί

τη Δευτέρα 22 Αυγούστου, στις 8 το βράδυ.

Παράλληλα με τις εκδηλώσεις θα λειτουργεί έκθεση πολιτικής γελοιογραφίας

με έργα Αναστασίου, Δερβενιώτη, Ζερβού, Καλαϊτζή, Πετρουλάκη, Στάθη, Χερουβείμ κ.α.

Πριν αρχίσει η συζήτηση θα προβάλλονται βίντεο

Το ηθικό θα ανυψώνουν οι Τυμπανιστές της Πλατείας

Η ΠΑΙΔΕΙΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑ

ΟΧΙ ΣΤΑ ΔΙΔΑΚΤΡΑ, ΔΗΜΟΣΙΑ ΚΑΙ ΔΩΡΕΑΝ ΠΑΙΔΕΙΑ

ΨΩΜΙ – ΠΑΙΔΕΙΑ – ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

 

 

Κυβερνητική επίθεση ενάντια στην Ανώτατη Παιδεία:

Η μακροπρόθεσμη προοπτική του Μνημονίου

(περιληπτικά)

–           Ήδη, πριν από το ν/σ Διαμαντοπούλου, μείωση κονδυλίων (μέχρι και 75%) και προσωπικού (απολύσεις, μη διορισμοί) και εκστρατεία κατασυκοφάντησης από τα ΜΜΕ.

–           Με το νομοσχέδιο, οικονομική «αυτοτέλεια»: το κράτος μειώνει στο έπακρο τη χρηματοδότηση, τα Ιδρύματα αυτοχρηματοδοτούνται (συμβάσεις με επιχειρήσεις, δίδακτρα, χορηγίες, κτλ.)

–           Καθιέρωση πρώτου πτυχίου τριετούς διαρκείας (ή μικρότερης), για τη συνέχιση των σπουδών καθιέρωση διδάκτρων από τώρα. Υποβάθμιση σπουδών (έλλειψη δομής: το άθροισμα «πιστωτικών μονάδων» δίνει πτυχίο). Επέκταση παραπαιδείας – πτυχία χωρίς αξία – πτυχιούχοι δίχως έρμα, δια βίου ανακαταρτιζόμενοι σε νέες συνταγές, επί πληρωμή.

–           Ολιγαρχική διορισμένη διοίκηση. Καθαρά πελατειακό κράτος, με ασφυκτικές ιεραρχικές σχέσεις εργασίας (ενώ η επιστήμη απαιτεί ελευθερία) και αδιαφάνεια προσλήψεων. Πλήρης απουσία λογοδοσίας και θεσμικού ελέγχου από τα κάτω.

            Το ν/σ έρχεται προς ψήφιση στη Βουλή από 22 μέχρι 31 Αυγούστου. Είναι σημαντικό να εκφραστεί καθολική αντίθεση σ’ αυτό: Υποθηκεύει το μέλλον της χώρας αλλά και των παιδιών του καθενός ξεχωριστά.


Ομάδα Πανεπιστημιακών (και όχι μόνο)

Ενάντια στο Πανεπιστήμιο του Μνημονίου

Ανοικτή επιστολή στους γονείς των φοιτητών

Ανοικτή επιστολή στους γονείς των φοιτητών

Αθήνα 24 ιουλίου 2011

Αγαπητοί γονείς,

Ίσως σας φανεί παράξενο να λάβετε αυτή την επιστολή, καθώς δεν συνηθίζεται η επικοινωνία μεταξύ γονιών και καθηγητών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Όμως εμείς που διδάσκουμε τα παιδιά σας στο πανεπιστήμιο δεν αγνοούμε πόσο αγωνιάτε για το μέλλον τους και πόσες θυσίες κάνατε και κάνετε για αυτό. Προσωπικά δεν ξεχνώ την αγωνία των δικών μου γονιών πριν καταφέρω να μπω στο πανεπιστήμιο, την οικονομική συνδρομή τους και την ηθική τους στήριξη σε όλη τη διάρκεια των μακροχρόνιων (προπτυχιακών και μεταπτυχιακών) σπουδών μου. Η Ελληνική οικογένεια επενδύει στη μόρφωση των παιδιών της και εμπιστεύεται το ελληνικό πανεπιστήμιο· άρα έχει δικαίωμα να ξέρει τι γίνεται σε αυτό. Γι αυτό λοιπόν αποφάσισα να σας γράψω.

Καταρχήν ας συστηθώ. Μετά τις προπτυχιακές σπουδές μου στο τμήμα Φιλοσοφίας Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας  στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, πήγα για μεταπτυχιακές και διδακτορικές σπουδές ψυχολογίας στη Γαλλία  σε μια περίοδο που δεν ήταν δυνατό να κάνει κάποιος τέτοιες σπουδές στην Ελλάδα. Στη συνέχεια δούλεψα για επτά χρόνια στην Μεγ. Βρετανία ως διδακτικό και ερευνητικό προσωπικό (λέκτορας και επίκουρος) πριν έρθω στην Ελλάδα στο τέλος του 2003 ως αναπληρώτρια καθηγήτρια στο τμήμα ψυχολογίας του Παντείου και πέρσι κρίθηκα επιτυχώς για την θέση της καθηγήτριας. Από τη στιγμή που γύρισα στην Ελλάδα ζω μια συνεχή προσπάθεια “μεταρρύθμισης” του πανεπιστημίου που το οδηγεί από το κακό στο χειρότερο και έχω αγανακτήσει. Πριν μερικές μέρες κατατέθηκε ένα ακόμα νομοσχέδιο που, αν ψηφιστεί, θα σημάνει το τέλος των πανεπιστημιακών σπουδών στην Ελλάδα. Επιτρέψτε μου στη συνέχεια να σας πω γιατί.

Ας μιλήσουμε λίγο για το Πανεπιστήμιο που πολύ εύκολα απαξιώνεται στο λόγο πολιτικών και δημοσιογράφων. Ποια είναι η λειτουργία του; Το πανεπιστήμιο, σε αντιδιαστολή με το σχολείο, οφείλει να διδάσκει την γνώση που παράγει μέσω της έρευνας ή που παράγεται σε άλλα αντίστοιχα ιδρύματα με βάση τους κανόνες της επιστήμης. Η αποστολή του είναι διττή: μάθηση και έρευνα. Οφείλουμε να δίνουμε στους φοιτητές τα εργαλεία κατανόησης και παραγωγής της γνώσης. Οφείλουμε να τους κάνουμε να σκέφτονται, να κρίνουν τα αποτελέσματα ερευνών και να μπορούν να κάνουν έρευνα και οι ίδιοι. Για αυτό λεγόμαστε και μέλη ΔΕΠ (Διδακτικό και Ερευνητικό Προσωπικό).  Μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι, με όλα τα προβλήματα, αυτή την κεντρική αποστολή την εκτελεί το Δημόσιο πανεπιστήμιο. Αρκεί να σκεφτείτε παραδείγματα αποφοίτων μας που συνεχίζουν σπουδές στο εξωτερικό και διαπρέπουν. Θα έχετε σίγουρα τέτοια παιδιά δίπλα σας. Είμαστε όλοι χαρούμενοι και περήφανοι που τα καταφέρνουν.

Πολύ συχνά όμως ακούμε ότι το πανεπιστήμιο δίνει πτυχία “χωρίς αντίκρυσμα” και αυτός είναι ένας από τους λόγους που πρέπει να αναμορφωθεί. Ας σκεφτούμε όμως. Για χρόνια το πανεπιστήμιο στελεχώνει την Ελληνική κοινωνία με γιατρούς, δικηγόρους, μηχανικούς, υπαλλήλους κάθε λογής, δασκάλους, καθηγητές και τόσους άλλους. Έχουμε παράπονα από τις γνώσεις τους; Πολλοί από σας σπουδάσατε και οι ίδιοι. Δεν είστε καλοί επαγγελματίες; Είναι γεγονός ότι όλο και περισσότεροι πτυχιούχοι είναι άνεργοι. Φταίνε όμως για αυτό τα πτυχία; Μας λένε ότι τα πτυχία δεν είναι συνδεδεμένα με τις ανάγκες της αγοράς. Δεν είναι αυτός ο στόχος της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Τα πτυχία πρέπει να συνδέονται με τις επιταγές της επιστήμης και όχι της αγοράς. Δεν είναι το πανεπιστήμιο που παράγει την ανεργία. Άλλωστε σήμερα, που η χώρα μας “έπιασε πάτο” και άγεται και φέρεται από τις αγορές και τα κερδοσκοπικά παιχνίδια τους, είναι τουλάχιστον ανήθικο να θέλουν η παιδεία να ακολουθήσει τις επιταγές της αγοράς. Αυτό είναι το διακύβευμα: να πουλήσουμε και εκείνο το χώρο που στοχεύει να καλλιεργήσει νέους επιστήμονες, καλούς επαγγελματίες και αξιοπρεπείς και ελεύθερους πολίτες.

Στόχος των “μεταρρυθμίσεων” είναι να μειώσουν τον αριθμό των ανθρώπων που έχουν πρόσβαση στα πανεπιστήμια, να μεταφέρουν το κόστος των σπουδών στον  φοιτητή και την οικογένειά του και να αποδεσμεύσουν το κράτος από τη χρηματοδότηση της ανώτατης εκπαίδευσης και την υποχρέωση να βρίσκει επαγγελματικές λύσεις για τους νέους πτυχιούχους. Η πολιτική αυτή είναι καταστροφική για τα νέα παιδιά αλλά και για τον τόπο συνολικά. Ας δούμε γιατί.

Όταν η υπουργός Παιδείας ανακοίνωσε τις “μεταρρυθμιστικές” της προθέσεις δήλωσε ότι  το “πανεπιστήμιο της μεταπολίτευσης έχει οριστικά τελειώσει”. Για να καταλάβουμε το νόημα αυτής της δήλωσης πρέπει να σκεφτούμε τι έκανε το πανεπιστήμιο της μεταπολίτευσης για την Ελληνική κοινωνία. Δύο πράγματα έρχονται στο νου: εκδημοκράτισε τους θεσμούς στο πανεπιστήμιο και επέτρεψε την πρόσβαση σε αυτό σε μεγαλύτερα στρώματα της Ελληνικής κοινωνίας. Δεν υπάρχουν δίδακτρα ή εξέταστρα, τα εργαλεία (βλ. Βιβλία) δίνονται δωρεάν, το πανεπιστήμιο διοικείται με την συμμετοχή όλων, νέοι προερχόμενοι από λαϊκά στρώματα έχουν τη δυνατότητα μεγαλύτερης πρόσβασης σε αυτό. Είναι γεγονός ότι το πανεπιστήμιο της μεταπολίτευσης βοήθησε στην κινητικότητα της ελληνικής κοινωνίας και πολλοί επωφελήθηκαν από αυτό και βελτίωσαν τις συνθήκες της επαγγελματικής τους ζωής.  Αυτά ακριβώς τα στοιχεία θα αλλάξουν με το νέο νομοσχέδιο.

Ένα κεντρικό αίτημα της ελληνικής κοινωνίας είναι να μπορέσουν τα παιδιά της να σπουδάσουν και να έχουν πρόσβαση σε ανώτατα επίπεδα γνώσης. Το γεγονός ότι οι πολλοί έχουν πρόσβαση στη γνώση ενοχλεί. Οι εισαγωγικές εξετάσεις έρχονται να ρυθμίσουν τυπικά την πρόσβαση και να κατηγοριοποιήσουν τους υποψηφίους με βάση την επίδοσή τους σε μια εξέταση σε γνωστικά αντικείμενα και σχολές. Αυτή η κατάταξη των υποψηφίων “αξιολογεί” και τις σχολές όχι όμως με βάσει την επιστημονική τους συμβολή αλλά τη ζήτηση των υποψηφίων· στις πιο περιζήτητες σχολές (βλ αστυνομικές ή παιδαγωγικά τμήματα) αυξάνονται οι βάσεις τα τελευταία χρόνια. Όμως οι κυβερνήσεις ανταποκρινόμενες αφενός στο αίτημα για πρόσβαση στα πανεπιστήμια αλλά και αφετέρου στο αίτημα των τοπικών κοινωνιών για περιφερειακή ανάπτυξη ιδρύουν τμήματα και πανεπιστήμια χωρίς καμιά εκπαιδευτική και ερευνητική στρατηγική και έτσι ο αριθμός των εισακτέων αυξάνεται. Οι πτυχιούχοι ζητούν κατοχύρωση των επαγγελματικών τους δικαιωμάτων και πρόσβαση στην εργασία. Επειδή η αγορά εργασίας δεν θέλει/μπορεί να τους απορροφήσει τίθενται άλλα κριτήρια και τα πτυχία απαξιώνονται. Για παράδειγμα το πτυχίο φιλολόγου, μαθηματικού ή χημικού δεν κρίνεται επαρκές για να γίνει κανείς καθηγητής σε σχολείο και πρέπει ο πτυχιούχος να “αξιολογηθεί” ξανά μέσα από το διαγωνισμό του ΑΣΕΠ. Μας λένε λοιπόν ότι έτσι οι καλύτεροι θα διδάσκουν στα σχολεία.  Σίγουρα στα σχολεία διδάσκουν ικανοί άνθρωποι. Αλλά δεν είναι ικανοί αυτοί που δεν έδωσαν στον ΑΣΕΠ και που εσείς τους εμπιστεύεστε τα παιδιά σας στα φροντιστήρια; Ίσως ορισμένοι από σας να απαξιώνετε τον καθηγητή του σχολείου και θεωρείτε καλύτερο  το καθηγητή του φροντιστηρίου. Και οι δύο είναι πτυχιούχοι του ίδιου πανεπιστημίου: απλά ο ένας κατάφερε να αποκομίσει μια σταθερή εργασία μετά από ένα διαγωνισμό με κλειστό αριθμό θέσεων, ενώ ο άλλος συνεχίζει μια επισφαλή εργασία συχνά χωρίς ασφάλιση. Οι θέσεις στην αγορά είναι λίγες και άρα η ανοιχτή πρόσβαση σε επαγγελματική κινητικότητα είναι μια απάτη. Η κοινωνία μας αντί να προσπαθήσει να αυξήσει τις θέσεις εργασίας επιθυμεί να μειώσει τον αριθμό εκείνων που μπορούν να τις διεκδικήσουν. Ο νέος νόμος θα κάνει τα πράγματα χειρότερα σε αυτό το επίπεδο.

Με το νέο σχέδιο νόμου παροτρύνεται η πανεπιστημιακή κοινότητα να θεσπίσει σπουδές διαφορετικών κύκλων. Προτείνεται να γίνουν οι προπτυχιακές σπουδές τριετούς διάρκειας και στη συνέχεια να ακολουθεί διετής μεταπτυχιακός κύκλος. Δεν νοείται επιστημονική εκπαίδευση τριετούς διάρκειας και μάλιστα όταν το πρώτο έτος θα είναι εισαγωγικό σε πολλά επιστημονικά πεδία. Άρα μιλάμε για μια απλή κατάρτιση που δεν θα οδηγεί σε επαγγελματικά δικαιώματα. Αυτά θα δίνονται με την συμπλήρωση του μεταπτυχιακού κύκλου (τετραετείς ή πενταετείς σπουδές). Όμως στα μεταπτυχιακά θα υπάρχει πολύ περιορισμένη πρόσβαση και επιπλέον θα υπάρχουν δίδακτρα. Το άρθρο 16 του συντάγματος που με πολύ αγώνα κατάφερε το πανεκπαιδευτικό κίνημα, και με τη συμπαράσταση της κοινωνίας, να μην αναθεωρηθεί, κατοχυρώνει ότι οι προπτυχιακές σπουδές είναι δωρεάν. Μέχρι μια πιθανή μελλοντική αναθεώρησή του οι προτεινόμενες 3τεις σπουδές θα είναι δωρεάν αλλά δεν θα αξίζουν τίποτα επαγγελματικά και μόνο όσοι έχουν την οικονομική δυνατότητα θα ολοκληρώνουν αυτό που μέχρι σήμερα ονομάζουμε πτυχίο.  Έτσι επιτυγχάνεται ο στόχος της μείωσης εκείνων που θα μπορούν να διεκδικήσουν εργασία με βάση επιστημονική  μόρφωση.

Η κυβέρνηση για να απαντήσει στην κριτική ότι οι φτωχότεροι δεν θα μπορούν να σπουδάσουν μιλά στο νομοσχέδιο για φοιτητικά δάνεια και υποτροφίες. Δηλαδή ο φοιτητής θα δανείζεται για να σπουδάσει και όταν βρει δουλειά θα αποπληρώνει. Αυτό δεν είναι δωρεάν παιδεία. Αυτό είναι δώρο στις τράπεζες και  δια βίου υποδούλωση των νέων εργαζόμενων επιστημόνων. Ο νέος που χρωστά τις σπουδές του θα αναγκαστεί να κάνει οτιδήποτε για να αποπληρώσει (βλ. στις ΗΠΑ που κατατάσσονται έμμισθοι φαντάροι για να πληρώσουν τις σπουδές τους), θα αποδεχτεί χωρίς καμιά διεκδίκηση οποιοδήποτε όρο εργασίας και καταχρεωμένος δεν θα μπορεί να ξεκινήσει την ενήλικη ζωή του, να φτιάξει οικογένεια κλπ. Όσο για τις υποτροφίες τα πανεπιστήμια δεν έχουν τη δυνατότητα από την κρατική επιχορήγηση να βοηθούν τους φοιτητές και άρα θα πρέπει να αναζητήσουν χορηγίες. Όταν όμως ο μεταπτυχιακός φοιτητής ή ο υποψήφιος διδάκτορας στο τμήμα Επικοινωνίας θα επιχορηγείται από το τάδε εκδοτικό συγκρότημα δεν υπάρχει κίνδυνος χειραγώγησης της έρευνας; Όταν μια τράπεζα χρηματοδοτεί κάποιον στις οικονομικές επιστήμες δεν εγείρονται υπόνοιες διαπλοκής;

Εδώ βρίσκεται ένα επιπλέον πρόβλημα που φέρνει το νέο νομοσχέδιο: την κατάργηση της ακαδημαϊκής ελευθερίας. Οι καθηγητές στο πανεπιστήμιο είμαστε, με βάση το άρθρο 16 του συντάγματος, δημόσιοι λειτουργοί και πληρωνόμαστε από το κράτος. Από αυτή μας την ιδιότητα απορρέει η ακαδημαϊκή ελευθερία στη διδασκαλία και την έρευνα. Δεν είμαστε υπάλληλοι μιας εταιρείας, δεν εξαρτώμεθα οικονομικά από κάποιον αλλά με βάση την επιστημονική δεοντολογία και το δημόσιο συμφέρον οφείλουμε να ερευνούμε και να διδάσκουμε. Αυτό θα αλλάξει. Ναι μεν το άρθρο 16 προστατεύει για την ώρα την ιδιότητά μας αλλά οι μισθοί μας και το εύρος τους θα καθορίζονται ανά πανεπιστήμιο μέσα από τον οργανισμό του, με βάση τις “επιδόσεις” μας αλλά και τον πλούτο του πανεπιστημίου που ανήκουμε. Με το πρόσχημα της αυτοτέλειας των πανεπιστημίων, το υπουργείο μεταφέρει την συνταγματική του υποχρέωση για χρηματοδότηση στα πανεπιστήμια. Πολλά ερωτήματα προκύπτουν. Που θα βρουν καταρχήν τα λεφτά τα πανεπιστήμια; Ένα μέρος θα προέρχεται από την κρατική χρηματοδότηση, ένα μέρος από τα δίδακτρα (ποιος θα επιθυμεί να διδάσκει στα προπτυχιακά;), ένα μέρος από χορηγίες (βλ. θέματα διαπλοκής) και ένα μέρος από την “αξιοποίηση” της περιουσίας των πανεπιστημίων. Το νομοσχέδιο συγκροτεί μάλιστα μέσα στα πανεπιστήμια Ανώνυμες Εταιρείες για το σκοπό αυτό! Τα πανεπιστήμια θα λειτουργούν με ιδιωτικά κριτήρια και θα πουλούν υπηρεσίες εκπαίδευσης! Η ακαδημαϊκή ελευθερία θα αποτελεί παρελθόν γιατί για να επιβιώσει ο πανεπιστημιακός θα πρέπει να ακολουθεί πεδία που θα μπορούν να προσελκύσουν χορηγίες. Αναρωτιέμαι αν σε λίγο σε αυτόν τον τόπο που επαίρεται ότι την γέννησε θα διδάσκεται ακόμα η φιλοσοφία… Επίσης αν οι μισθοί  και τα κριτήρια επιλογής καθηγητών καθορίζονται ανά πανεπιστήμιο ποιος θα κρίνει τι μισθό θα πάρει ο καθένας; Μήπως οι “δικοί μας άνθρωποι”  θα πληρώνονται καλύτερα;

Επιπλέον, το νομοσχέδιο αλλάζει ριζικά τον τρόπο διοίκησης των πανεπιστημίων. Τα συλλογικά όργανα όπως οι σύγκλητοι θα έχουν μόνο συμβουλευτικό χαρακτήρα ακόμα και σε θέματα συγχώνευσης ή κατάργησης τμημάτων. Όλες τις αποφάσεις θα τις παίρνει ένα ολιγομελές συμβούλιο διοίκησης που θα εκλέγεται, κατά ένα μέρος του  από τις ανώτερες βαθμίδες, χωρίς τη συμμετοχή των εργαζόμενων και των φοιτητών. Η μείωση της συμμετοχής της πανεπιστημιακής κοινότητας δεν πρόκειται να μειώσει και τα φαινόμενα διαπλοκής αλλά να τα αυξήσει. Από ποιον θα ελέγχεται και με τι κριτήρια το συμβούλιο; Πως θα αποφασίζεται η στρατηγική και οι στόχοι ενός ιδρύματος; Όπου συγκεντρώνεται εξουσία σε λίγους ευδοκιμεί η διαπλοκή και η διαφθορά.  Οι πρυτάνεις αντιδρούν σε αυτό το σημείο, και είναι προς τιμή τους γιατί πολλοί από αυτούς θα μπορούσαν να γίνουν μέλη αυτού του συμβουλίου όπως προβλέπουν και οι μεταβατικές διατάξεις. Καταλαβαίνουν όμως ότι καταργείται η ακαδημαϊκότητα που βασίζεται στη δημοκρατική διοίκηση καθώς και το ότι το πανεπιστήμιο χάνει όχι μόνο τον δωρεάν αλλά και το δημόσιο χαρακτήρα του.

Θα μου πείτε ότι όλα είναι τέλεια σήμερα στο πανεπιστήμιο και πρέπει να τα υπερασπισθούμε; Δεν υπάρχουν φαινόμενα ιδιωτικοποίησης και διαπλοκής; Όλοι οι καθηγητές είναι εντάξει στις υποχρεώσεις τους; Θα συμφωνήσω μαζί σας ότι τέτοια φαινόμενα υπάρχουν και ο καθένας μας μπορεί να φέρει παραδείγματα. Δεν υποστηρίζω   τις στρεβλώσεις της υπάρχουσας κατάστασης. Όμως θα σας προτρέψω να σκεφτείτε αν στους δικούς σας χώρους δουλειάς είναι όλοι εντάξει, αν κάποιοι δεν χρησιμοποιούν το σύστημα για δικό τους όφελος. Δεν υπάρχουν άλλοι χώροι που το ίδιο το κράτος επωφελείται από τους θεσμούς και δημιουργεί πελατειακές σχέσεις; Τα φαινόμενα αυτά μας φαίνονται ιδιαίτερα απαράδεκτα για το πανεπιστήμιο γιατί ακριβώς είναι ένας χώρος που πρέπει να διέπεται από ελευθερία και δημοκρατία. Είμαστε πολλοί που και τα καταγγέλλουμε και τα καταδικάζουμε. Αυτό που φταίει δεν είναι το θεσμικό πλαίσιο αλλά ο τρόπος χρήσης του. Οι κυβερνώντες είναι οι τελευταίοι που δικαιούνται να ομιλούν καθώς εκείνοι διέφθειραν τις κομματικές νεολαίες τους για να ελέγχουν τις πρυτανικές και άλλες εκλογές.  Αυτά θα πρέπει να αλλάξουν και θα αλλάξουν αν εξακολουθήσει να υπάρχει το δημόσιο και δημοκρατικό πλαίσιο που καθόριζε το πανεπιστήμιο. Το σημερινό σχέδιο νόμου μετατρέπει τα πανεπιστήμια σε αυταρχικά κολέγια.

Θα μπορούσαμε να πούμε και άλλα για το νομοσχέδιο: για την επισφαλή εργασία που επιφυλάσσει σε νέους επιστήμονες που θα ήθελαν να το στελεχώσουν (κατάργηση της βαθμίδας του λέκτορα και αντικατάσταση της με συμβασιούχους) , για τον ραγιαδισμό που το διέπει ( ξένοι καθηγητές μπορούν να έρθουν να διδάξουν και ενώ θα διατηρούν το μισθό και τη θέση τους θα πληρώνονται από το ελληνικό κράτος ενώ εμείς δεν θα μπορούμε να κάνουμε το ίδιο· δηλαδή αν έμενα στην Αγγλία θα ήμουν πιο άξια επιστήμονας απ’ ότι είμαι τώρα;), για την απαξίωση των προσπαθειών των παιδιών (θα χάνουν την φοιτητική τους ιδιότητα αν καθυστερούν στις σπουδές τους). Δεν θέλω όμως να σας κουράσω άλλο.

Ζούμε μια δύσκολη περίοδο στην Ελλάδα και πολλοί βρίσκονται σε ιδιαίτερα δυσμενή θέση. Σκέφτομαι τα νέα παιδιά που σιγά σιγά θα φεύγουν έξω. Θα μορφώνουμε ανθρώπους που  θα γίνονται παραγωγικοί σε άλλες κοινωνίες. Πώς να τους πεις όμως να μην φύγουν; Όπως μπορεί να φύγουν και πολλοί από τους 800 άξιους νέους επιστήμονες που ενώ έχουν εκλεγεί στα πανεπιστήμια με βάση τις προγραμματικές συμβάσεις και προκηρύξεις του Υπουργείου, εδώ και 2 χρόνια περιμένουν να διοριστούν. Και εγώ η ίδια σκέφτηκα να φύγω στο εξωτερικό όταν ανακοινώθηκαν τα μέτρα για το πανεπιστήμιο. Η πρώτη μου σκέψη ήταν γιατί να μείνω σε ένα θεσμό που δεν με βοηθά να  παράγω, που με απαξιώνει και με ένα μισθό που συνεχώς μειώνεται; Όμως μορφώθηκα στο δημόσιο και δωρεάν πανεπιστήμιο και του χρωστάω. Είναι μια μάχη που αξίζει να τη δώσει κανείς. Άλλωστε γιατί να με διώξουν από τον τόπο μου; Ας φύγουν εκείνοι.

Είναι πιθανό όταν διαβάζετε αυτές τις γραμμές ο νόμος να ψηφίζεται. Η κυβέρνηση θα τον ψηφίσει με την ίδια αυταρχικότητα που ψήφισε το μεσοπρόθεσμο με ισχνή πλειοψηφία και με τον κόσμο να διαδηλώνει στο σύνταγμα και στις πλατείες. Θα ψηφίσει το νόμο για τα πανεπιστήμια ενάντια στις απόψεις των πρυτάνεων, των συλλόγων μελών ΔΕΠ, των εργαζόμενων στα πανεπιστήμια, των φοιτητών. Δεν μπορούμε να έχουμε εμπιστοσύνη σε μια κυβέρνηση που εκλέχθηκε με άλλο πρόγραμμα από αυτό που εφαρμόζει, που διαπραγματεύεται με μια κοινωνική ομάδα  και αφότου βρεθεί κοινός τόπος μετά αλλάζει τους όρους, που μας υπόσχεται διάλογο και καταθέτει το νομοσχέδιο μέσα στο καλοκαίρι. Αν θέλησα να σας γράψω δεν είναι γιατί πιστεύω ότι μπορούμε μέσα στον Αύγουστο να εμποδίσουμε την ψήφισή του. Πιστεύω όμως ότι τα νέα παιδιά θα αντιδράσουν στην συρρίκνωση του μέλλοντός τους. Πολλοί πανεπιστημιακοί θα σταθούμε δίπλα τους και θα θελα να ακούσετε και μια άλλη φωνή από αυτή που προωθούν τα ΜΜΕ και να τους στηρίξετε, εσείς οι γονείς τους. Επίσης φοβάμαι ότι το φθινόπωρο θα γίνουν προσπάθειες αναθεώρησης του άρθρου 16 που θέτει κάποια όρια στην κατάργηση του δημόσιου χαρακτήρα του πανεπιστημίου. Ελπίζω η επιστολή μου να σας έδωσε κάποια  επιχειρήματα σχετικά με το γιατί αυτή η αναθεώρηση δεν πρέπει να γίνει. Οι καιροί μας καλούν όλους να υπερασπισθούμε πολλαπλώς το σύνταγμα. Θα θελα να πιστεύω ότι θα το κάνουμε.

Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας και ζητώ συγγνώμη για τη μακροσκελή επιστολή μου

Με τιμή

Ξένια Χρυσοχόου

Καθηγήτρια, Πάντειο Πανεπιστήμιο

chryssochoou@eekpsy.gr

_______________________________________________

Επιτυχίες εκτός Ελλάδας, απαξίωση εντός Ελλάδας

H Αυγή

Κυριακή 24 Ιουλίου 2011

AEI: Επιτυχίες εκτός Ελλάδας, απαξίωση εντός Ελλάδας

Ημερομηνία δημοσίευσης: 24/07/2011

ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ

Πώς να εξηγήσουμε τις επιτυχίες των ελληνικών ΑΕΙ στα διεθνή συστήματα αξιολόγησης; Πώς συνάδουν οι διεθνείς επιτυχίες των ΑΕΙ με την απαξίωσή τους στο εσωτερικό της χώρας;

H εικόνα των ελληνικών πανεπιστημίων στο εξωτερικό είναι πολύ διαφορετική από την προσπάθεια απαξίωσής τους που προωθείται στο εσωτερικό. Στις διεθνείς αξιολογήσεις που επιχειρούν, καλώς ή κακώς, να παρουσιαστούν ως ενδεικτική εικόνα των διαφόρων συστημάτων εκπαίδευσης, διαπιστώνουμε ότι τα πανεπιστήμια Αθηνών και Θεσσαλονίκης καθώς και το Μετσόβιο Πολυτεχνείο σταθερά βελτιώνουν τη θέση τους. Το Πανεπιστήμιο Αθηνών σταθερά κατατάσσεται ανάμεσα στα 200-300 παγκοσμίως καλύτερα ΑΕΙ. Πέντε ελληνικά πανεπιστήμια (Αθηνών, Θεσσαλονίκης, Μετσόβιο, Πάτρας και Κρήτης) κατατάχθηκαν το 2010 στις πρώτες 200 παγκοσμίως θέσεις ορισμένων κλάδων. Τα πανεπιστήμια Θεσσαλονίκης, Κρήτης και το Μετσόβιο κατατάσσονται στις πρώτες 51 παγκοσμίως θέσεις για τους κλάδους των ηλεκτρολόγων μηχανικών, πολιτικών μηχανικών και μηχανολόγων μηχανικών. Tο «μερίδιο» των διεθνών επιστημονικών δημοσιεύσεων που παράγονται στην Ελλάδα υπερδιπλασιάστηκε στην περίοδο 1993-2008, προσομοιάζοντας αυτό της Δανίας, της Φιλανδίας και της Αυστρίας. H Ελλάδα καταγράφει συντελεστή μεταβολής (αύξησης) των επιστημονικών δημοσιεύσεων υπερδιπλάσιο του μέσου όρου των χωρών μελών της ΕΕ και του ΟΟΣΑ (ΕΚΤ & ΕΙΕ 2010). Ο δείκτης αριθμού δημοσιεύσεων σε σχέση με τον πληθυσμό τοποθετεί τη χώρα μας 17η μεταξύ των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ ξεπερνώντας χώρες όπως η Ιαπωνία και η Ισπανία (2007). Ο «συντελεστής απήχησης» των προερχόμενων από την Ελλάδα επιστημονικών δημοσιεύσεων βελτιώνεται στην ίδια περίοδο από 0,52% σε 0,73%. Το 81% των δημοσιεύσεων προέρχεται από τα πανεπιστήμια (Τhomson Reuters NSI & ΝCR). Σε σύνολο 235 χωρών, η Ελλάδα κατατάχθηκε το 2009 στην 26η παγκοσμίως θέση αναφορικά με την παραγωγή «επιστημονικού έργου», ξεπερνώντας χώρες με πολύ πιο ανεπτυγμένα συστήματα Ανώτατης Eκπαίδευσης όπως η Νορβηγία, η Αυστρία, η Δανία, η Νέα Ζηλανδία, το Μεξικό κ.ά. (SCImago Scopus 2009).i Οι απόφοιτοι ελληνικών πανεπιστημίων διακρίνονται στην κατάκτηση των πιο ανταγωνιστικών παγκοσμίως υποτροφιών. Το Μετσόβιο κατέχει την έκτη θέση πανευρωπαϊκά ανάμεσα σε όλους τους φορείς έρευνας στους επιστημονικούς κλάδους που θεραπεύει, όσον αφορά τις επιτυχίες του στα έξι Προγράμματα-Πλαίσιο.ii Η Ελλάδα είναι ένατη ανάμεσα στις 27 χώρες της Ε.Ε. σε αριθμό συμμετεχόντων και σε χρηματοδότηση από το 7ο Πρόγραμμα Πλαίσιο για την έρευναiii και πετυχαίνει τη μέγιστη αναλογία χρημάτων ανά ερευνητή συγκριτικά με τις άλλες χώρες της Ε.Ε. στα ευρωπαϊκά προγράμματα (Nature, 9/4/2009).

Προχωρώντας περαιτέρω την παράθεση των διεθνώς διαθέσιμων στοιχείων, διαπιστώνουμε ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις επί διετία δεν κάλυπταν τις συνδρομές των διεθνών επιστημονικών περιοδικών. Η έρευνα χρηματοδοτούνταν το 2009 με 0,5% του ΑΕΠ, όταν ο μέσος ευρωπαϊκός όρος υπερέβαινε το 2%. Οι αμοιβές των πανεπιστημιακών υπολείπονται των αποδοχών των πανεπιστημιακών στις περισσότερες χώρες της Ευρωζώνης και αντιστοιχούν στο 40% των αντίστοιχων αμοιβών στο Πανεπιστήμιο της Κύπρου. Οι ετήσιες ανά φοιτητή κρατικές δαπάνες υπολείπονται, εδώ και μια επταετία (ΟΟΣΑ 2005), του μέσου όρου δαπανών στις χώρες του ΟΟΣΑ και πλησιάζουν αυτές της Ινδίας…

Αρνητικές πτυχές της ανώτατης εκπαίδευση: ψέματα και αλήθειες

Η συμπλήρωση των δεινών της Ανώτατης Εκπαίδευσης μπορεί να γίνει ανατρέχοντας στον ελληνικό Τύπο αλλά και στις δηλώσεις της πολιτικής μας ηγεσίας. Πληθώρα άρθρων αναφέρονται στις πελατειακές σχέσεις, στην αναξιοκρατία και στη νομοθέτηση αντιφατικών και «φωτογραφικών» προβλέψεων που αφορούν την ακαδημαϊκή κοινότητα. Αρκετά άρθρα αναφέρονται στους βανδαλισμούς στα ΑΕΙ, αλλά αδυνατούν να εξηγήσουν τις αιτίες τους και αρκούνται απλώς σε καταγγελίες ή προτάσεις κατασταλτικών μέτρων. Συχνές είναι οι αναφορές στο υψηλό κόστος λειτουργίας των ΑΕΙ και στο «χαμηλό επίπεδο σπουδών και έρευνας». Η κατανόηση των αρνητικών πτυχών της Ανώτατης Εκπαίδευσης οφείλει να λάβει υπόψη της τη διάκριση ψεύδους και αλήθειας. Το κόστος λειτουργίας των ΑΕΙ υπολείπεται του αντίστοιχου κόστους στις περισσότερες χώρες της ευρωζώνης. Οι πελατειακές σχέσεις, η αναξιοκρατία και οι «φωτογραφικές» νομικές προβλέψεις συνιστούν απόρροια συγκεκριμένων πολιτικών επιλογών των ασκούντων τη νομοθετική εξουσία που συναλλάσσονται με μειοψηφίες του διδακτικού προσωπικού και με τους δυνητικά ισχυρότερους μηχανισμούς επιρροής των φοιτητών (ΔΑΠ, ΠΑΣΠ). Έτσι προέκυψε, για παράδειγμα, η μη στάθμιση της συμμετοχής στις εκλογές διοικητικών οργάνων των ΑΕΙ, η εκτίναξη των λειτουργικών εξόδων καθαριότητας και φύλαξης λόγω απαγόρευσης της αυτεπιστασίας τους από τα ΑΕΙ, η παραίτηση του Γενικού Γραμματέα Έρευνας και Τεχνολογίας που κατήγγειλε την ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας για καθυστέρηση ερευνητικών χρηματοδοτήσεων 1 δισ. ευρώ διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων και την «υποτίμηση της σημασίας να δοθούν στα πανεπιστήμια με αξιοκρατικά κριτήρια και πλήρη διαφάνεια»…

Πώς μπορούμε όμως να εξηγήσουμε τις επιτυχίες των ελληνικών ΑΕΙ στα διεθνή συστήματα αξιολόγησης, δεδομένων των τριτοκοσμικών χρηματοδοτήσεων, των παρεμβάσεων της πολιτικής εξουσίας, των πελατειακών δικτύων, της αδιέξοδης βίας; Επιπλέον, πώς συνάδουν οι διεθνείς επιτυχίες των ΑΕΙ με την απαξίωσή τους στο εσωτερικό της χώρας και τις κατηγορίες περί «χαμηλού επιπέδου σπουδών και έρευνας»; Θέτοντας αυτά τα ερωτήματα, δεν επιδιώκουμε να παρουσιάσουμε μια ωραιοποιημένη εικόνα των πανεπιστημίων μας.iv Ευελπιστούμε να συνεισφέρουμε στην κατανόηση των επιτυχιών των ελληνικών ΑΕΙ στα διεθνή συστήματα αξιολόγησης αλλά και στον αναστοχασμό για το τι, εν τέλει, μπορεί να θεωρείται ως «επιτυχία» της ανώτατης εκπαίδευσης.

Δείκτες και κριτήρια αξιολόγησης

Για να κατανοήσουμε τις επιτυχίες στα διεθνή συστήματα αξιολόγησης, πρέπει να λάβουμε υπόψη τους δείκτες που χρησιμοποιούνται ως κριτήρια αξιολόγησης («διεθνείς» δημοσιεύσεις, «απήχησή» τους, αναλογία πανεπιστημιακών προς φοιτητές κλπ.). Οι εν λόγω δείκτες, πολλαπλασιαζόμενοι με συντελεστές βαρύτητας, αθροίζονται για να παράγουν ένα «αντικειμενικό» τελικό βαθμολογικό αποτέλεσμα. Οι δείκτες και οι συντελεστές βαρύτητας επιλέγονται από τους φορείς αξιολόγησης. Παρόλο που αυτά τα μεθοδολογικά δεδομένα ποικίλουν στις διάφορες αξιολογήσεις, η μεγέθυνση των πανεπιστημίων στην Ελλάδα την τελευταία δεκαπενταετία είχε ως συνέπεια την αύξηση της παραγωγής «επιστημονικού έργου». Το γεγονός αυτό επηρέασε θετικά τη συνολική αξιολόγηση της ελληνικής Ανώτατης Εκπαίδευσης. Η μεγέθυνση βέβαια δεν θα ήταν επαρκής αν τα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας δεν ήταν ποιοτικά άξια να παράγουν έργο διεθνών προδιαγραφών. Το ζητούμενο, εν τέλει, είναι να κατανοήσουμε τους παράγοντες που συντελούν στην ύπαρξη ποιοτικά αξιόλογων μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας. Η σχετική συζήτηση υπερβαίνει τις προτεραιότητες του παρόντος άρθρου και οφείλει να λάβει υπόψη της ευρύτερες διεργασίες στην ελληνική κοινωνία. Διεργασίες που συνδέονται με την αξία της ακαδημαϊκής γνώσης, το υψηλό επίπεδο σπουδών ορισμένων πανεπιστημιακών Τμημάτων, τη σχέση των ακαδημαϊκών θέσεων με την κοινωνική κινητικότητα, την ένταση μεταφοράς της επιστημονικής γνώσης από το εξωτερικό (η γενιά της επιστροφής μετά το 1974, ο ρόλος της ομογένειας και των υποτροφιών, μεταπτυχιακές σπουδές στο εξωτερικό και τα δίκτυα συνεργασιών που δημιουργούνται κλπ.).

Οι επιτυχίες μπορεί ακόμα να σημαίνουν ότι η ακαδημαϊκή κοινότητα έξυπνα χρησιμοποιεί τους κανόνες του «πολιτισμού της αξιολόγησης». Οι πανεπιστημιακοί, οι ερευνητές των δημόσιων ιδρυμάτων και οι υποψήφιοι διδάκτορες –κατηγορίες που «παράγουν» επιστημονικό έργο στη χώρα μας–v έχουν κατανοήσει το πλαίσιο λειτουργίας των διεθνών συστημάτων αξιολόγησης. Τέλος, στις εν λόγω επιτυχίες σίγουρα συντελεί και η ανάπτυξη των υποδομών (βιβλιοθήκες, εργαστήρια, τεχνογνωσία διοικητικού προσωπικού κλπ.). Η ανάπτυξη αυτή υπολείπεται της αντίστοιχης άλλων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά προσφέρει δυνατότητες που ήταν ανύπαρκτες πριν από μια εικοσαετία.

Κριτικές των ελληνικών πανεπιστημίων από διαφορετικές αφετηρίες

Πώς όμως συνάδουν οι διεθνείς επιτυχίες των ΑΕΙ με την απαξίωσή τους στο εσωτερικό της χώρας; Οι ιδεολογικές και πολιτικές παραδοχές των συστημάτων αξιολόγησης των πανεπιστημίων εντάσσονται σε μια νεοφιλελεύθερη αντίληψη που ποσοτικοποιεί το «προϊόν» που παράγουν τα πανεπιστήμια και κρίνει τη συμβολή του με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια. Η σχετική με τις διεθνείς αξιολογήσεις αναφορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης Πανεπιστημίων χαρακτηρίζει υποτιμητικά τις πληροφορίες που αυτές παρέχουν ως «business-like» (ΕUA 2011).vi Το παράδοξο όμως είναι ότι οι πλέον απαξιωτικές κριτικές της ελληνικής ανώτατης εκπαίδευσης προέρχονται από διανοούμενους που εντάσσονται στο ίδιο ιδεολογικοπολιτικό πλαίσιο που διέπει τις παραδοχές των διεθνών συστημάτων αξιολόγησης! Αδυνατούμε να πιστέψουμε ότι οι εν λόγω διανοούμενοι αγνοούν τα αποτελέσματα πληθώρας διεθνών αξιολογήσεων των ελληνικών ΑΕΙ. Η αντίφαση αυτή ίσως να οφείλεται στο ότι η πλειονότητα των συγκεκριμένων κριτικών, όπως επισήμανε και ο Κ. Τσουκαλάς, «δεν επιδιώκει καν την άρση ή άμβλυνση των δυσλειτουργιών μιας “ανίατης” δημόσιας εκπαίδευσης μέσα από επιμέρους αλλαγές και μεταρρυθμίσεις», αλλά την πλήρη αντικατάστασή της από την «ιδέα της ιδιωτικής εκπαίδευσης».

Υπάρχουν βέβαια και πολλές κριτικές της ελληνικής ανώτατης εκπαίδευσης που εκκινούν από τις ιδεολογικοπολιτικές αρχές που ενέπνευσαν τη δημιουργία του ευρωπαϊκού universitas. Οι βασικές κοινές παραδοχές αυτών των κριτικών τονίζουν τον ρόλο της γνώσης ως δημόσιου αγαθού και τον ρόλο των πανεπιστημίων ως αυτόνομων θεσμών προαγωγής της επιστήμης, εκπαίδευσης πολιτών, αναπαραγωγής του πολιτισμού, ενίσχυσης της κοινωνικής συνοχής. Οι κριτικές αυτές εστιάζονται σε παθογένειες που αίρουν τον δημόσιο χαρακτήρα του πανεπιστημίου και το απροϋπόθετο της επιστημονικής γνώσης (μηχανισμοί ιδιοποίησης και εξάρτησης του πανεπιστημίου). Οι επιτυχίες των ελληνικών πανεπιστημίων στα διεθνή συστήματα αξιολόγησης της ανώτατης εκπαίδευσης βρίσκονται εκτός του ενδιαφέροντος αυτών των κριτικών. Αυτό εξηγείται δεδομένου του ότι η θεώρηση της γνώσης ως αγοραίου και ποσοτικά μετρήσιμου «προϊόντος» αντιβαίνει με τις βασικές παραδοχές του ευρωπαϊκού universitas. Oι κριτικές αυτές επισημαίνουν τα μεθοδολογικά κενά των διεθνών αξιολογήσεων, τον αφελή θετικισμό τους, την εμμονή στην ιεράρχηση και κατάταξη των εκπαιδευτικών θεσμών, αλλά και τον πολιτισμικό φετιχισμό στην «ποιότητα» και στην ποσοτικοποίηση της που συνιστά «ομότροπη λειτουργία προς την επιμέτρηση της ακροαματικότητας των τηλεοπτικών εκπομπών» — όπως εύστοχα παρατήρησε ο Παναγιώτης Νούτσος. Υπ’ αυτή την έννοια, εύστοχα γίνονται παραλληλισμοί ανάμεσα στο ρόλους των φορέων διεθνών ακαδημαϊκών αξιολογήσεων και των οίκων αξιολόγησης των εθνικών οικονομιών. Κοινωνός μιας τέτοιας κριτικής αντίληψης φαίνεται να είναι και η Ευρωπαϊκή Ένωση Πανεπιστημίων, που επισημαίνει ότι «προς το παρόν είναι δύσκολο να υποστηρίξουμε ότι τα οφέλη που παρέχονται από τις πληροφορίες των διεθνών συστημάτων αξιολόγησης είναι μεγαλύτερα από τα αρνητικές επιδράσεις των “ανεπιθύμητων συνεπειών” των αξιολογήσεων» (ΕUA 2011: 68). Ταυτόχρονα όμως οι εμπνεόμενες από τις αρχές του ευρωπαϊκού universitas κριτικές δεν έχουν να επιδείξουν μια εναλλακτική διαδικασία έκθεσης των θετικών επιτευγμάτων των ελληνικών ΑΕΙ.

Αυτό που τελικά συμβαίνει είναι ότι τα ελληνικά πανεπιστήμια απαξιώνονται εντός Ελλάδας από κριτικές που εκκινούν από διαφορετικές αφετηρίες και που σπάνια τονίζουν τα θετικά επιτεύγματα της Ανώτατης Εκπαίδευσης — με όποιο τρόπο και βάσει των όποιων κριτηρίων αυτά μπορούν να διαγνωστούν. Κοινό χαρακτηριστικό των περισσότερων κριτικών είναι ότι ανάγουν τα αρνητικά φαινόμενα που εμφανίζονται σε μεμονωμένα πλαίσια ως την αντιπροσωπευτική εικόνα των ΑΕΙ. Μεγάλα πανεπιστήμια με υποδομές και παράδοση 175 ετών λειτουργίας στοιχίζονται με πανεπιστήμια που ιδρύθηκαν προ τριετίας. Αξιόλογα πανεπιστημιακά Τμήματα κατηγοριοποιούνται μαζί με Τμήματα «τιποτολογίας». Σ’ αυτή την τάση αρνητικής γενίκευσης συντελεί και η αυξημένη θεατότητα των θεσμικών παρεκτροπών στα ΑΕΙ. Η πανεπιστημιακή διοίκηση είναι, εξαιτίας του Ν. 1268/82, περισσότερο «διάφανη» από κάθε άλλο διοικητικό μηχανισμό του κράτους (π.χ. τοπική αυτοδιοίκηση, υπουργεία). Επιπλέον, οι σχέσεις αρκετών πανεπιστημιακών με τα ΜΜΕ προσφέρουν τη δυνατότητα δημοσιοποίησης των θεσμικών ατοπημάτων, δημοσιοποίηση που επιπλέον συστηματικά προωθείται από κυβερνητικές πηγές.

Κριτήρια αξιολόγησης: ένα βαθύτατα πολιτικό ζήτημα

Οι επιτυχίες των ελληνικών ΑΕΙ στα διεθνή συστήματα αξιολόγησης αναδεικνύουν το βαθύτατα πολιτικό ζήτημα των κριτηρίων αξιολόγησης της Ανώτατης Εκπαίδευσης. Επιπλέον, αποδεικνύουν ότι οι κριτικές των ελληνικών πανεπιστημίων που εκκινούν από τη θεώρηση της εκπαίδευσης ως αγοραίας διαδικασίας συνιστούν απλώς και μόνο μια ιδεολογική εμμονή. Εμμονή που επιδιώκει τη μετάβαση από τη χρόνια προσπάθεια ιδιοποίησης των ΑΕΙ στην ιδιωτικοποίηση τους. Για όσους εκκινούν από τις αρχές του ευρωπαϊκού universitas επείγει η ανάγκη έκθεσης των επιτευγμάτων των ελληνικών ΑΕΙ στην ελληνική κοινωνία. Επιτευγμάτων που αφορούν τη συμβολή των πανεπιστημίων στην προαγωγή της επιστήμης, στη διάχυση της γνώσης ως δημόσιου αγαθού, στη βελτίωση του επιπέδου εκπαίδευσης όσων κατοικούν στην Ελλάδα, στην ανάπτυξη της κοινωνικής συνοχής, στην κοινωνικοποίηση κριτικά σκεπτόμενων ενεργών πολιτών, στην οικονομική ανάπτυξη και στην καλλιέργεια του πολιτισμού.

Ο Γιώργος Αγγελόπουλος διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.

Εδουάρδος Σακαγιάν, «Λουόμενοι και οθόνες», 2005

Francis Tailleux, «Στο παράθυρο» 1946

i Η κατάταξη στην 26η θέση προκύπτει χωρίς να συνυπολογιστεί η συντριπτική πλειοψηφία του δημοσιευμένου στα ελληνικά «επιστημονικού έργου» και χωρίς να ληφθεί υπόψη το «έργο» πολλών περιφερειακών πανεπιστημίων.

ii Βλ. αναλυτικά στο άρθρο του Σ. Βανδώρου (www.bookpress.gr).

iii Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Ανταγωνιστικότητα, 9.6.2011.

iv Ο γράφων άλλωστε υπηρετεί σε ένα πανεπιστήμιο που τα τελευταία χρόνια δυστυχώς πλήττεται από φαινόμενα θεσμικού εκμαυλισμού.

v Οι δημόσιες επενδύσεις στην Έρευνα και την Καινοτομία την τελευταία δεκαετία αυξήθηκαν από 0,39% σε 0,42% του ΑΕΠ ενώ οι αντίστοιχες ιδιωτικές μειώθηκαν από 0,19% σε 0,16% ακόμα και στην περίοδο των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης της οικονομίας, 2000-2006 (Έκθεση…, ό.π., 9.6.2011).

vi European University Association. 2011. Global University Rankings and their Impact.

Μάνατζερ και καταναλωτές: Το νέο όραμα για την ανώτατη εκπαίδευση

Η Εποχή

Μάνατζερ και καταναλωτές: Το νέο όραμα για την ανώτατη εκπαίδευση

Κυριακή, 24 Ιούλιος 2011 17:24

Του

Νικόλα Σεβαστάκη

Hδη έχουν γραφτεί πολλά –και στην Εποχή- για το προσχέδιο νόμου, το οποίο στοχεύει, όπως λένε οι εμπνευστές του, στη «ριζική μεταρρύθμιση» του χώρου της ανώτατης εκπαίδευσης. Αλλά η αίσθηση που έχουμε οι περισσότεροι, και όχι μόνο όσοι από εμάς θητεύουμε στα πανεπιστήμια, είναι ότι η κοινή γνώμη αντιμετωπίζει με ιδιαίτερη καχυποψία τις κριτικές αντιστάσεις των πανεπιστημιακών. Πολύ περισσότερο βλέπει με μισό μάτι τις αντιρρήσεις που προέρχονται από τις σημερινές διοικήσεις των Ιδρυμάτων. Στη συγκεκριμένη περίσταση, η κυβέρνηση και ένα μεγάλο μέρος των ΜΜΕ καλλιεργεί την ιδέα της αντίδρασης των προνομιούχων. Οι πανεπιστημιακοί καθηγητές παρουσιάζονται ως η ενιαία παράταξη μιας ακόμα αντιπαραγωγικής ΔΕΚΟ, μια ελίτ η οποία απειλείται από το άνοιγμα των πανεπιστημίων στους κανόνες του ανταγωνισμού, της παραγωγικότητας, του διαρκούς «ποσοτικού» και «ποιοτικού» ελέγχου.

Και η μέχρι τώρα ανύπαρκτη έως υποτονική αντίδραση των φοιτητών στις καταστάσεις που ήδη διαμορφώνονται – πριν δηλαδή την τελική ψήφιση του νέου νόμου- ενδέχεται να ερμηνευτεί ως ένα είδος σιωπηλής συγκατάθεσης ή ανοχής στις συγκεκριμένες ανατροπές. Το θεώρημα ΔΕΚΟ χρησιμοποιεί άλλωστε το ίδιο βασικό σχήμα, ανεξαρτήτως από το ποιο είναι το αντικείμενο εφαρμογής του: από τη μια τοποθετείται η εκάστοτε οργανωμένη συντεχνία και από την άλλη, ο πραγματικός χρήστης/ πελάτης της υπηρεσίας, ο άμοιρος και πάντα απροστάτευτος καταναλωτής. Έτσι λοιπόν και ο μέσος φοιτητής, ως χρήστης εκπαιδευτικών υπηρεσιών, καλείται να κλείσει τα αυτιά σε όλα όσα λένε τα «κατεστημένα που θίγονται», οι κατά τον πρωθυπουργό «βολεμένοι».

Πρέπει να παραδεχτούμε ότι ένα τέτοιο σχήμα προσέγγισης στην πραγματικότητα διατηρεί ή αυξάνει την κοινωνική του επιρροή. Παρά το ότι καταρρέει η αξιοπιστία και η όποια νομιμοποίηση του μνημονιακού δρόμου και της κυβέρνησής του. Παρά το γεγονός, επίσης, ότι οι πολιτικές τού σοκ στη βάση της λιτότητας και της «δημοσιονομικής εξυγίανσης» δεν πείθουν την πλειονότητα.

Καλούμαστε να απαντήσουμε στο εξής ερώτημα: γιατί η απονομιμοποίηση ενός μέρους της νεοφιλελεύθερης «μεταρρυθμιστικής ατζέντας» συμβαδίζει με κοινωνική συγκατάθεση σε άλλες πλευρές της ίδιας φιλοσοφίας; Να σκεφτούμε, δηλαδή, πιο σοβαρά τον τρόπο με τον οποίο η αμφισβήτηση των Μνημονίων ταυτίζεται συχνά με την αντίθεση στις επιμέρους συνέπειες που έχουν τα Μνημόνια για το εισόδημα (και την κατανομή των υλικών πόρων) παρά στα καίρια θεσμικά και πολιτικά προβλήματα της μνημονιακής διακυβέρνησης.

Ως ένα σημείο αυτό είναι εύλογο. Είναι θέμα βιοτικών προτεραιοτήτων, ζήτημα κοινωνικής αναπαραγωγής των όρων για μια αξιοπρεπή ζωή. Το θεμελιώδες πρόβλημα της ανεργίας ή της συρρίκνωσης των οικογενειακών προϋπολογισμών αποκτά λογική και πρακτική προτεραιότητα.

Η ανώτατη εκπαίδευση, η οργάνωση των σπουδών ή οι μορφές διοίκησης, φαντάζουν ως προβλήματα ειδικών στάτους. Ακόμα και αν οι “σπουδές του παιδιού” απορροφούν ένα μεγάλο τμήμα των οικογενειακών προϋπολογισμών, η ίδια η μορφωτική διαδικασία δεν διατηρεί τη σημασία και το συμβολικό βάρος που είχε κάποτε. Και αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο για θέματα ‘πολυτελείας’ όπως το άσυλο, η ακαδημαϊκή ελευθερία, η οργάνωση των προγραμμάτων σπουδών, πόσο μάλλον οι αρμοδιότητες του κοσμήτορα ή του πρύτανη.

Θέλω όμως να επισημάνω εδώ μια άλλη διάσταση που συχνά απουσιάζει από τη συζήτηση. Αν όπως υποστήριξα πιο πάνω, σημαντικό μέρος της νεοφιλελεύθερης φιλοσοφίας παραμένει ακλόνητο ή και ενισχύει την απήχησή του – με δεδομένη την έλλειψης εμπιστοσύνης στις οικονομικές πολιτικές του Μνημονίου- αυτό έχει και μια άλλη αιτία. Δεν οφείλεται απλώς στο ότι μεγεθύνονται ή απολυτοποιούνται σκοπίμως διάχυτες παθολογικές καταστάσεις του υφιστάμενου μοντέλου, φαινόμενα de facto ιδιωτικοποίησης και διαφθοράς, τα οποία έχουν κηλιδώσει το δημόσιο πανεπιστήμιο και τους λειτουργούς του. Μερίδιο ευθύνης έχει και εκείνη η μηχανιστική συνδικαλιστική αντίληψη, σύμφωνα με την οποία ο νεοφιλελευθερισμός είναι απλώς τα δίδακτρα, η εντατικοποίηση των σπουδών ή οι πλέον εμφανείς σχέσεις μεταξύ πανεπιστημίων και ιδιωτικών επιχειρηματικών συμφερόντων. Προφανώς όλα αυτά αποτελούν στοιχεία της συνολικής μεταβολής που θα μπορούσαμε να την αποκαλέσουμε «αγοραιοποίηση» των σπουδών. Αλλά και σε αυτό το πεδίο, όπως και σε άλλα, η ουσία της επιχειρούμενης παρέμβασης είναι κυρίως θεσμική και ιδεολογική. Ο πυρήνας του προσχεδίου νόμου για την ανώτατη εκπαίδευση δεν είναι η εκ του πλαγίου εισαγωγή της κερδοσκοπίας στα ΑΕΙ, αλλά η ολοκληρωτική υιοθέτηση του προτύπου της επιχείρησης ως του μοναδικού ορθολογικού υποδείγματος για την οργάνωση των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Κατά τη γνώμη μου, ο στόχος των προτεινόμενων ανατροπών δεν είναι ένα πανεπιστήμιο στην «υπηρεσία της αγοράς», αλλά η κατασκευή του πανεπιστημίου-επιχείρησης, του πανεπιστημίου ως μιας νέας εταιρικής υπεργραφειοκρατίας.

Η καρδιά του σημερινού μετασχηματισμού δεν πρέπει έτσι να αναζητείται στο κεφάλαιο πολιτικές της λιτότητας ούτε καν στη λογική της αποδέσμευσης του κράτους από τις υποχρεώσεις του, αλλά στην κατά πολλούς εύλογη, αν όχι και αυτονόητη, ρητορική της αξιολόγησης, της λογοδοσίας και του ελέγχου. Αυτή η γλώσσα, επειδή ακριβώς μιμείται τη δημοκρατική ρητορική του κοινωνικά υπεύθυνου και ανοιχτού θεσμού, αποτελεί και την πεμπτουσία της φιλοσοφίας του προσχεδίου. Κάτω από τον φιλικό προς τον χρήστη λεξιλόγιο του νέου μάνατζμεντ επανέρχεται το σχέδιο για ένα πολιτικά ελεγχόμενο πανεπιστήμιο. Και αυτό δεν γίνεται κατανοητό όσο η προσέγγιση στις νεοφιλελεύθερες τομές παραμένει δέσμια του οικονομίας.

Η χαμένη τιμή των Πανεπιστημίων

Η χαμένη τιμή των Πανεπιστημίων

Του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΡΕΜΕΛΗ Καθηγητή Νομικής και πρύτανη στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο

Η πρόσφατη κατάθεση του προσχεδίου νόμου για την οργάνωση των πανεπιστημίων μπορεί να μην ήταν προϊόν ουσιαστικού διαλόγου αλλά, αναμφίβολα, αποτέλεσε το ερέθισμα για ένα γόνιμο και ενδιαφέροντα επιστημονικό διάλογο ως προς τα συνταγματικά ζητήματα που θέτουν εξ αντικειμένου ορισμένες διατάξεις του.

Αφορμή για το παρόν σχόλιο αποτέλεσαν οι επιστημονικές θέσεις που διατυπώθηκαν από τους διακεκριμένους συνταγματολόγους Ν. Κ. Αλιβιζάτο και Α. Μανιτάκη στην εφημερίδα «Καθημερινή της Κυριακής» 17.7.2011, οι οποίες εγείρουν εύλογες και ποικίλες αντιρρήσεις.

Οι αντιρρήσεις αυτές αφορούν ιδίως στις θέσεις των συντακτών ως προς τη συνταγματικότητα των διατάξεων του προσχεδίου που προβλέπουν τη θεσμοθέτηση 15μελούς Συμβουλίου του Ιδρύματος στο οποίο θα συμμετέχουν επτά εξωτερικά μέλη «εκ προσωπικοτήτων», μολονότι στο εν λόγω Συμβούλιο ανατίθενται οι πλέον καθοριστικές διοικητικές αρμοδιότητες, ανάμεσα στις οποίες είναι και αυτή της επιλογής του πρύτανη που δεν είναι απαραίτητο να προέρχεται από τις τάξεις του συγκεκριμένου πανεπιστημίου, καθώς και της θέσπισης του συνολικού κανονιστικού καθεστώτος λειτουργίας των ΑΕΙ.

Υποστηρίχθηκε ειδικότερα ότι η οργάνωση των πανεπιστημίων είναι θέμα κοινού και όχι συντακτικού νομοθέτη, καθώς και ότι ο τρόπος ανάδειξης των τελευταίων δεν προβλέπεται, ούτε, πολύ λιγότερο, επιβάλλεται από το Σύνταγμα.

Με τη διατύπωση αυτή προδήλως υπονοείται ότι ο κοινός νομοθέτης είναι παντελώς ελεύθερος να επιλέξει οιονδήποτε οργανωτικό τύπο για τα πανεπιστήμια. Η άποψη όμως αυτή είναι προδήλως εσφαλμένη, καθόσον:

α) Θεωρία και νομολογία αναγνωρίζουν και προσδίδουν ιδιαίτερα πυκνό κανονιστικό περιεχόμενο στο άρθρο 16 παρ. 5 Σ. που διέπει την οργάνωση και τη λειτουργία της ανώτατης εκπαίδευσης.

β) Το ισχύον Σύνταγμα χωρίς να αναγνωρίζει την αυτονομία των πανεπιστημίων θεσπίζει την πλήρη αυτοδιοίκηση των ΑΕΙ ως ένα ενδιάμεσο καθεστώς μεταξύ απλής «αυτοδιοίκησης» και «αυτονομίας» (Α. Μάνεσης, Συνταγματική Θεωρία και Πράξη 1954-1979, Ι, 1980, σ. 698).

γ) Σύμφωνα με την πάγια θέση της νομολογίας, με τις διατάξεις του άρθρου 16 Σ. όχι μόνο δεν αναγνωρίζεται ελευθερία στον κοινό νομοθέτη ως προς την επιλογή του οργανωτικού τύπου του ελληνικού πανεπιστημίου αλλά, αντιθέτως, «καθορίζονται οι βασικές προϋποθέσεις και οι αρχές που πρέπει να διέπουν την παροχή της ανώτατης εκπαίδευσης, για την οποία θεσπίζονται συγκεκριμένα οργανωτικά και λειτουργικά πλαίσια που οριοθετούν τη δράση όχι μόνο της διοίκησης αλλά και του κοινού νομοθέτη, κατά τη ρύθμιση από αυτόν των σχετικών θεμάτων» (ΣτΕ 338/2011, 2786/1984 Ολ.).

δ) Με τις αποφάσεις 2805, 2808, 2810 και 2811/1984 της Ολομέλειας του ΣτΕ κρίθηκε ότι οι διατάξεις του άρθρου 11 του ν. 1268/1982 που προέβλεπαν τον τρόπο εκλογής του πρύτανη και των αντιπρυτάνεων αντίκεινται στο Σύνταγμα. Αν το τελευταίο δεν έθετε έστω και ελάσσονες περιορισμούς ως προς την επιλογή του οργανωτικού πλαισίου των ΑΕΙ, προδήλως το Δικαστήριο δεν θα ανεύρισκε έρεισμα αντισυνταγματικότητας στο άρθρο 16 Σ.

Προβλήθηκε επίσης ότι επειδή τα πανεπιστήμια είναι νομικά πρόσωπα ιδρυματικού και όχι σωματειακού χαρακτήρα, οι πανεπιστημιακοί δεν έχουν ατομικό δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι στα πανεπιστημιακά όργανα. Συνακόλουθα πρέπει να θεωρηθεί συνταγματικώς ανεκτή η αναγνώριση του εν λόγω δικαιώματος σε μέλη έξωθεν της πανεπιστημιακής κοινότητας.

Σύμφωνα όμως με την απολύτως κρατούσα γνώμη στη θεωρία ως ορθότερη προκρίνεται η προσέγγιση που δίνει έμφαση στα σωματειακά και όχι τα ιδρυματικά στοιχεία του πανεπιστημίου. Αλλως θα έπρεπε να θεωρούνται ορφανές οι ακαδημαϊκές ελευθερίες του άρθρου 16 Σ., οι οποίες ενδυναμώνονται μέσα από την ακαδημαϊκή αυτοδιοίκηση. Πρόδηλο όμως είναι ότι φορείς των εν λόγω δικαιωμάτων δεν μπορεί παρά να είναι τα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας, όπως η τελευταία δομήθηκε παραδοσιακά και εξελικτικά ως κοινότητα διδασκόντων και διδασκομένων. Και υπό τις δύο πάντως εκδοχές, θεωρία και νομολογία συμφωνούν ότι το ατομικό δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι δεν αναγνωρίζεται ούτως ή άλλως σε κάθε μέλος της πανεπιστημιακής κοινότητας. Τούτο βέβαια ουδόλως έχει ως αναγκαία συνέπεια, όπως εκλαμβάνει η επίμαχη άποψη, ότι τα όργανα διοίκησης του ΑΕΙ ετεροκαθορίζονται (όπως συμβαίνει στα λοιπά αυτοδιοικούμενα νομικά πρόσωπα) και ότι το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι μπορεί να αναγνωρίζεται σε πρόσωπα που δεν είναι μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας. Οπως πολύ εύστοχα σημειώνει ο Α. Μάνεσης, «τα ΑΕΙ δεν πρέπει […] να αντιμετωπίζονται ως απλά «ιδρύματα», αλλά και σαν «ενώσεις προσώπων». «Πλήρης αυτοδιοίκηση» δεν μπορεί να νοηθεί στοιχειωδώς παρά με την ανάδειξη των οργάνων που διοικούν τα Α.Ε.Ι. μόνο από όσους τα απαρτίζουν». (Α. Μάνεσης, όπ.π., σελ. 698 επ.).

Επιχειρείται, τέλος, να αντληθεί επιχείρημα υπέρ της συμμετοχής εξωτερικών μελών στο Συμβούλιο του Ιδρύματος από την απόφαση του ΣτΕ 32/2009. Παραβλέπεται όμως το γεγονός ότι η συγκεκριμένη απόφαση, όπως τονίζει εκτενώς το Δικαστήριο, αφορά σε επιστημονικές κρίσεις που στοχεύουν την αξιοκρατική αξιολόγηση των υποψηφίων και όχι σε όργανα διοίκησης των πανεπιστημίων.

Θα συμφωνούσα με την άποψη των συντακτών του επίμαχου δημοσιεύματος ότι η αντισυνταγματικότητα δεν μπορεί να λειτουργεί ως «παρασιτοκτόνο». Πράγματι, η αντισυνταγματικότητα δεν μπορεί να λειτουργεί ως «παρασιτοκτόνο» και να αποτελεί το ενδεδειγμένο μέσο για κάθε ποθούμενη «νομοκτονία». Παράλληλα όμως, η εντεινόμενη τελευταία ρητορική αμφισβήτησης και υποτίμησης του Συντάγματος εμπεριέχει μοιραία σοβαρά πολιτειολογικά μηνύματα. Αν το Σύνταγμα εκλαμβάνεται πλέον από μερίδα πολιτικών παραγόντων ως ένα απλό νομικό αφήγημα απογυμνωμένο από οιοδήποτε ουσιαστικό και δεσμευτικό περιεχόμενο, ένα είναι βέβαιο: δεν μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι για τον εκδημοκρατισμό της δημοκρατίας μας και το μέλλον του κράτους δικαίου στη χώρα μας.

Εκπαίδευση της «χαμένης γενιάς»

…Σε όλη τη Δύση το κεφάλαιο αντιμετωπίζει τη νέα γενιά ως «χαμένη γενιά» – πρώτα θα την «κινεζοποιήσει», και μετά θα επενδύσει, θα την εκπαιδεύσει, κτλ. Αντίθετα στην Κίνα γίνονται επενδύσεις και στην έρευνα/εκπαίδευση, γιατί τους εν λόγω εργάτες θέλει να τους αξιοποιήσει. Για ποιο λόγο λοιπόν το κεφάλαιο να εκπαιδεύσει του εργάτες στη Δύση, όταν έχει στη διάθεση του πολύ ανταγωνιστικότερους εργάτες στην Κίνα; Αυτούς θα προτιμήσει…

Πράγματι έχουμε δει ότι σε όλη τη Δύση, από την Ελλάδα μέχρι τις ΗΠΑ, οι περικοπές [και] στην εκπαίδευση έχουν πάρει τη μορφή χιονοστιβάδας. Το νεότερο «κρούσμα» ήταν οι πρόσφατες δηλώσεις του Πανάρετου (υφυπουργός Παιδείας), που ομολογουμένως φτάνουν σε σημείο-ρεκόρ ωμότητας:

Κόψιμο μαθημάτων, καταργήσεις και συγχωνεύσεις τμημάτων και απολύσεις συμβασιούχων διδασκόντων ζητεί από τα πανεπιστήμια ο υφυπουργός Παιδείας, Γ. Πανάρετος, προκειμένου να τους απονείμει τον τίτλο της πρωτοπορίας στην αντιμετώπιση της κρίσης!

Από την πλευρά του, ο υφυπουργός Παιδείας Γ. Πανάρετος καλεί τα πανεπιστήμια που στραγγαλίζονται από τις δραματικές περικοπές «όχι απλώς να προσαρμοστούν στα δεδομένα», αλλά «να είναι πρωτοπόρα στην αντιμετώπιση της κρίσης». Μάλιστα, αναφέρει τις «εντυπωσιακές ενέργειες» δύο πανεπιστημίων του εξωτερικού (Stanford και Berkeley) που δεν είναι άλλες από απολύσεις προσωπικού και περικοπές μισθών, για να δείξει τον… δρόμο.

Την ίδια ώρα, μέσω του voucher, η κυβέρνηση πριμοδοτεί ουσιαστικά την ιδιωτική εκπαίδευση, χαρίζοντας κρατικό χρήμα στους πάσης φύσεως κολλεγιάρχες (το θέμα των vouchers το έχουμε ξαναδεί, αλλά η κυβέρνηση τώρα περνά στο στάδιο υλοποίησης):

Προγράμματα Διά Βίου Μάθησης για περίπου 400.000 πολίτες, ύψους 140.000.000 ευρώ, ανακοίνωσε χτες το υπουργείο Παιδείας. Τα προγράμματα θα ξεκινήσουν τον ερχόμενο Σεπτέμβριο, ενώ σε αυτά θα εμπλακούν και οι δήμοι. (σ.σ. εννοεί ότι η κυβέρνηση κόβει τη χρηματοδότηση της εκπαίδευσης, και οι δήμοι καλούνται να χρηματοδοτούν αυτοί την εκπαίδευση, κάτι που θα οδηγήσει σε δίδακτρα, ιδιώτες χορηγούς, κτλ, μιας και οι δήμοι δε θα μπορούν προφανώς να αντεπεξέλθουν στο οικονομικό αυτό βάρος)

Κουπόνι» αρχικής κατάρτισης. Πρόκειται για κουπόνια που θα δίνονται σε νέους 18 -25 ετών. Οι υποψήφιοι θα καταθέσουν αιτήσεις και θα μπορέσουν να λάβουν τα κουπόνια αυτά για να παρακολουθήσουν προγράμματα αρχικής επαγγελματικής κατάρτισης σε δημόσια ή ιδιωτικά ΙΕΚ. Τα κουπόνια θα δίνονται είτε με οικονομικά – κοινωνικά κριτήρια είτε σε συγκεκριμένο αριθμό δικαιούχων που θα επιλέξουν ειδικότητες με κριτήριο την αναπτυξιακή προοπτική της χώρας.

Όπως έχουμε δει σε παλιότερα άρθρα μας (πχ εδώ), οι κολλεγιάρχες θέλουν τα vouchers, διότι με αυτό τον τρόπο, κρατικά κονδύλια μοιράζονται στους μαθητές, και μετά αυτοί τα καταθέτουν στο δημόσιο ή στο ιδιωτικό πανεπιστήμιο/κολέγιο/ΙΕΚ που θα φοιτήσουν.

 

Έτσι, το κράτος καταλήγει να επιδοτεί…τους ιδιώτες κολλεγιάρχες! Το σύστημα των vouchers ήταν έμπνευση του γκουρού των νεοφιλελεύθερων Μίλτον Φρίντμαν, και η εφαρμογή του στις ΗΠΑ έχει οδηγήσει το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας σε σάπισμα.

 

Και μιας και αναφερθήκαμε στο εκπαιδευτικό σύστημα των ΗΠΑ, εδώ μια ατάκα ενός διευθυντή πανεπιστημίου στις ΗΠΑ από τους New York Times, που προκάλεσε αρκετή «αίσθηση» εκεί, μιας και παραδέχτηκε ότι ουσιαστικά το σημερινό εκπαιδευτικό σύστημα αυξάνει τις κοινωνικές ανισότητες:

Anthony Marx, the president of Amherst College, is quoted as saying the following:

 

“We claim to be part of the American dream and of a system based on merit and opportunity and talent,” Mr. Marx says. “Yet if at the top places, two-thirds of the students come from the top quartile and only 5 percent come from the bottom quartile, then we are actually part of the problem of the growing economic divide rather than part of the solution.

Την ίδια ώρα, ένα αρκετά ενδιαφέρον άρθρο δημοσιεύτηκε και στο The Chronicle, σχετικά με το πως τα τελευταία ειδικά χρόνια έχουν εξανεμιστεί ουσιαστικά τα κονδύλια για την εκπαίδευση, και ταυτόχρονα έχουν γιγαντωθεί τα κονδύλια για να χτιστούν…φυλακές:

..The budget cuts of recent years and the ones we know for certain are coming next year mean a gross deterioration of our university. Those faculty who do leave for better jobs, or retire, or die in harness, are not being replaced. Staff who leave are not being replaced—the positions of those who are left are simply «reorganized.» Students at Riverside are having increasing trouble getting the classes they need to graduate, and many of the classes they get will be crowded beyond responsible limits. Departments are being forced to abandon optimal class-size limits for classes two, three, and five times as large.

 

The library has virtually stopped buying books. We are on a race to become a mediocre university at best, and if the $500-million of proposed cuts in the university system turns into a billion dollars, as they are now discussing in Sacramento, we will be over. The billion-dollar cut translates into thousands of classes across the system. It means creative-writing workshops with 50 students, or, if we insist on maintaining reasonable workshop size, eight or 10 years to graduation for our majors. It means we will cease to be a real university, and will simply become another community-college-level institution at best. Then, maybe, after a few years, with tuition at $30,000 or $40,000 a year, we can begin the slow, arduous rebuilding into a real university, serving a small fraction of the population we now serve.

 

Why is this happening? Political demagoguery and corruption. Thirty-five years ago, the University of California received 6.6 percent of the state budget and prisons 3 percent. Now the university gets 2.2 percent and the prison-industrial complex gets 7.4 percent. The Legislature is taking the money that should be used to educate the best of its citizens and using it to enrich the people who make a profit from imprisoning the poorest. The percentage of the cost of higher education provided by the state has been cut in half, cut in half again, and is on the verge of getting cut in half a third time.

 

 

 

Θυμίζουμε και ένα παλιότερο άρθρο μας, με τίτλο «Μερικοί από εσάς να πάτε στη φυλακή – άλλωστε, δε σας χρειαζόμαστε», στο οποίο αναφέραμε μεταξύ άλλων τα εξής:

Το σκίτσο προέρχεται από τις «πρωτοπόρες» ΗΠΑ, όπου εδώ και χρόνια υπάρχει τεράστια αύξηση του ποσοστού των μαθητών που βγαίνουν εκτός εκπαιδευτικού συστήματος [και τεράστια περικοπή των αντίστοιχων εκπαιδευτικών δαπανών του κράτους (γι’ αυτό και το σκίτσο λέει «sorry, no funds»)].

 

Και παράλληλα με αυτό, υπάρχει και μεγάλη αύξηση του ποσοστού των Αμερικάνων που καταλήγουν στη φυλακή. Όπως λέει και η γνωστή ρήση άλλωστε «όταν κλείνει ένα σχολείο, ανοίγει μια φυλακή»

 

Την περίπτωση των ΗΠΑ δεν την αναφέραμε τυχαία: Το κλείσιμο σχολείων, και το έμμεσο πέταγμα εκτός εκπαιδευτικής διαδικασίας όντως οδηγεί σε περισσότερα άτομα στη φυλακή:

 

Το σχολείο έχει «διπλό» ρόλο: Καταρχήν, έχει τον προφανή ρόλο να δώσει στους μαθητές τις απαραίτητες δεξιότητες ώστε να γίνουν αύριο αποδοτικοί εργάτες προς εκμετάλλευση, αλλά και -κάποιοι εξ αυτών- μάνατζερ, βιομήχανοι, κτλ.

 

Κατά δεύτερον, εκτός από τις «προφανείς» γνώσεις που δίνει το σχολείο (πχ γραφή, ανάγνωση, μαθηματικά, πιο εξιδεικευμένα μαθήματα αργότερα, κτλ), εκπαιδεύει τους μαθητές από μικρούς στο να διαβάζουν συγκεκριμένη ύλη (ειδικά σε νευραλγικά μαθήματα, όπως η ιστορία), λογοκρίνοντας τα υπόλοιπα, ή εμποδίζοντας τα (πχ δείτε την «έλλειψη προσωπικού που να έχει κοινωνικότητα» που καταγγέλλουν οι εταιρείες, μιας και το σχολείο δεν καλλιεργεί τέτοιου είδους συμπεριφορές), να έχουν συγκεκριμένο ωρολόγιο πρόγραμμα και φόρτο εργασίας ώστε να συνηθίζουν στις συνθήκες εργασίας που τους περιμένουν, να υπακούουν χωρίς ιδιαίτερη κριτική σκέψη στου ανωτέρους, κτλ, κτλ, κτλ. Με λίγα λόγια, τους μαθαίνει να υπακούουν στους γραπτούς και άγραφους νόμους της κοινωνίας, το «νόμο της ζούγκλας», τη θρασυδειλία (πλήρη υποταγή στους ανώτερους, χτύπημα των πιο αδύναμων).

 

Έτσι, τα άτομα που πάνε στο σχολείο είναι γενικώς πιο εύκολο να προσαρμοστούν στη κοινωνία – και σε συνδυασμό με τα «τυπικά» εφόδια που παίρνουν εκεί μπορούν πιο εύκολα να βρουν δουλειά, και να βγάλουν τα «προς το ζην» με «νόμιμο» τρόπο.

 

Τι γίνεται όμως αν το κεφάλαιο δεν χρειάζεται όλους αυτούς τους εργάτες που υπάρχουν; Και γιατί να εκπαιδεύσει τους νέους σε σχολεία, όταν οι περισσότεροι απ’ αυτούς δε θα του χρησιμεύουν; Δε θα ήταν καλύτερα για το κεφάλαιο να κλείσει τα σχολεία, παρέχοντας «λιγότερη εκπαίδευση» (ποιοτικά και ποσοτικά), εξοικονομώντας έτσι χρήματα για να τα δώσει πχ στις τράπεζες;

 

Άλλωστε, ναι μεν χρειάζεται εργάτες, αλλά έχει άφθονους στην Κίνα, που είναι πολύ πιο «ανταγωνιστικοί» (κάνουν τα ίδια σχεδόν πράγματα, αλλά για πολύ λιγότερα χρήματα ως μισθό).

 

Άρα, πολλοί εργάτες μένουν με τα πτυχία στο χέρι, και η έλλειψη δουλειάς φέρνει πείνα, και η πείνα ενεργοποιεί το ένστικτο αυτοσυντήρησης, ακυρώνοντας την προηγούμενη εκπαίδευση του εργάτη που τον «συμμόρφωνε» εντός «νόμιμων» συμπεριφορών. Ο άνθρωπος πρέπει να φάει, αλλιώς πεθαίνει. Ως εκ τούτου, κάποιοι θα στραφούν προς το (μικρο)έγκλημα προκειμένου να τραφούν -> αύξηση εγκληματικότητας. Κάποιοι απλά δε θα μπορούν να εξοφλήσουν τα «νόμιμα» χρεή τους. Επίσης, κάποιοι θα στραφούν προς την πολιτική δράση (οργανωμένη ή μη), ώστε να βελτιώσουν τη θέση τους, υποστηρίζοντας τις εκάστοτε πολιτικές δυνάμεις που έχουν στόχο την ανατροπή-αντικατάσταση του συστήματος με ένα άλλο. Αυτό επίσης θα οδηγήσει πολλούς στη φυλακή, ως πολιτικούς κρατούμενους, ειδικά όσους επιλέγουν αριστερίστικες (υπερεπαναστατικές) λογικές (α λα 17 Νοέμβρη), ενώ σαφώς το κράτος θα προσπαθήσει να λογοκρίνει/περιθωριοποιήσει απόψεις που σκοπό έχουν την ανατροπή του, και αν δει ότι δεν τα καταφέρνει, θα αρχίσει να στέλνει κόσμο «στη Μακρόνησο».

 

Στην Αμερική πάντως, 1 στους 32 έχει καταδικαστεί για κάποια παράβαση του νόμου τουλάχιστον μία φορά στη ζωή του, η εγκληματικότητα αυξάνεται διαρκώς (κάτι που θα αυξηθεί ακόμα περισσότερο τα επόμενα χρόνια, καθώς διαρκώς η φτώχεια εξαπλώνεται, ήδη πάνω από 44.000.00 Αμερικάνοι ζουν με κουπόνια σίτισης), οι φυλακές είναι γεμάτες, και χτίζουν διαρκώς νέες, τις οποίες μάλιστα τις χτίζουν ιδιωτικές εταιρείες, που θησαυρίζουν χάρη στην παραβατικότητα των υπόλοιπων…

Αναρτήθηκε από ciaoant1

http://tsak-giorgis.blogspot.com/2011/06/blog-post_2410.html

 

 

Κείμενο από τις Πρωτοβουλίες Διδασκόντων με βάση το ΠΔ 407/80

Πρωτοβουλίες Διδασκόντων με βάση το ΠΔ 407/80

Σύλλογοι Εκτάκτου Εκπαιδευτικού Προσωπικού (ΣΕΕΠ) ΤΕΙ

Πειραιά, Θεσσαλονίκης, Ηπείρου, Πάτρας (Αρτίν Δανελιάν)

Ο ΝΕΟΣ ΝΟΜΟΣ-ΠΛΑΙΣΙΟ ΝΑ ΜΗΝ ΚΑΤΑΤΕΘΕΙ

ΤΟ ΜΝΗΜΟΝΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΙΔΕΙΑ ΔΕΝ ΘΑ ΠΕΡΑΣΕΙ

Ως Πρωτοβουλίες συμβασιούχων διδασκόντων είχαμε εδώ και μερικούς μήνες επισημάνει πως η οξεία επίθεση που οι συμβασιούχοι διδάσκοντες δεχόμαστε από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ αποτελεί τμήμα μιας συνολικής προσπάθειας συρρίκνωσης και αντιδραστικής αναδιάρθρωσης της Ελληνικής ανώτατης εκπαίδευσης. Με το σχέδιο νόμου-πλαισίου που δόθηκε στη δημοσιότητα, οι πολιτικές του Μνημονίου και του Μεσοπρόθεσμου εξειδικεύονται στο χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης. Υπόσχονται μια «εκστρατεία Σοκ» σε έναν χώρο που παραδοσιακά λειτουργούσε ως ένας σχετικά πιο δημοκρατικός δημόσιος θύλακας διακίνησης ιδεών και ταυτόχρονα ως ένας χώρος που παρά τα αναμφισβήτητα στοιχεία ταξικότητας εξακολουθούσε να προσφέρει την πανεπιστημιακή εκπαίδευση ως κοινωνικό αγαθό.

Το κόκκινο νήμα που διατρέχει το νέο Νόμο – Πλαίσιο είναι η απόσυρση του κράτους από μεγάλο τμήμα της θεσμοθετημένης υποχρέωσης χρηματοδότησης της ανώτατης εκπαίδευσης και η συνακόλουθη λειτουργία των Ιδρυμάτων ως ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων υπό κρατική επιστασία και έλεγχο, αλλά με όρους αγοράς και «ελεύθερου ανταγωνισμού». Πάνω σε αυτή την αντίληψη προτείνεται ένα ολόκληρο πλέγμα διατάξεων που συνδυάζουν τον ακραίο νεοφιλελευθερισμό τύπου Μπολόνια με τους τρεις κύκλους σπουδών, που ήδη σε άλλες χώρες αναθεωρούνται ως αποτυχημένες, τα υπερ-συγκεντρωτικά και αυταρχικά πρότυπα διοίκησης αμερικανικού τύπου ιδρυμάτων, με διορισμένους πρυτάνεις και κοσμήτορες που συμπεριφέρονται ως μάνατζερ, την υποτέλεια της διαρκούς επίκλησης σωμάτων εξωτερικών εκλεκτόρων ή μελών. Στόχος είναι η προσαρμογή της ανώτατης εκπαίδευσης στα συμφέροντα των επιχειρήσεων, ελληνικών και ευρωπαϊκών,

Πιο αναλυτικά, το προτεινόμενο θεσμικό πλαίσιο θα επιφέρει:

1) Τη γενίκευση των διδάκτρων και των ανταποδοτικών πρακτικών. Τα δίδακτρα δεν θα περιοριστούν στα μεταπτυχιακά, όπου ρητά προβλέπονται, αλλά θα επεκταθούν και στις προπτυχιακές σπουδές, καθώς διαφορετικά δεν θα μπορούν τα ιδρύματα να αντιμετωπίσουν τη χρηματοδοτική ασφυξία. Ο νέος νόμος θα επιφέρει και επιπλέον επιβάρυνση με έξοδα σίτισης και στέγασης, εφόσον τα Πανεπιστήμια θα λειτουργούν ως Ανώνυμες Εταιρίες και σύντομα το παράδειγμα της Αγγλίας με τα δυσβάστακτα δίδακτρα, τα φοιτητικά δάνεια και τις πανάκριβες «υπηρεσίες εκπαίδευσης» θα αποτελεί και την ελληνική πραγματικότητα.

Η εμπορευματοποίηση της ανώτατης εκπαίδευσης θα ενταθεί, καθώς τα πανεπιστήμια, εκτός απ’ τα «πτυχία» πολλών ταχυτήτων μέσα από τη θεσμοθέτηση ακόμη και ετήσιων διπλωμάτων «σύντομου κύκλου», θα παρέχουν και προγράμματα κατάρτισης ενός ή δύο χρόνων, μέσω σχολών εξ αποστάσεως εκπαίδευσης. Με τον τρόπο αυτό πλήττεται το επίπεδο και η ποιότητα των παρεχόμενων γνώσεων, ενώ υποβαθμίζεται το επιστημονικό δυναμικό της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

2) Την πλήρη διάλυση των γνωστικών αντικειμένων με ταυτόχρονη αποσύνδεση του όποιου πτυχίου από κάθε έννοια επαγγελματικού δικαιώματος και συνακόλουθη υποβάθμιση των τμημάτων σε «ομάδες μαθημάτων» που θα υπάγονται σε σχολές -ιδρύματα κολεγιακού τύπου και επιχειρηματικής δομής και λειτουργίας. Τα όποια επαγγελματικά δικαιώματα θα αποκτώνται εκ των υστέρων μέσα από τις αμφιβόλου αξιοπιστίας και αντικειμενικότητας δομές του «εθνικού συστήματος προσόντων».

3) Τη λειτουργία των ιδρυμάτων υπό μορφή ανωνύμων εταιρειών η οποία διασφαλίζεται, μεταξύ άλλων, και από το περίφημο Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου (ΝΠΙΔ) που θα ιδρυθεί υποχρεωτικά και θα διαχειρίζεται τους πόρους από ερευνητικά αναπτυξιακά προγράμματα, την αξιοποίηση της κινητής και ακίνητης περιουσίας και την εν γένει επιχειρηματικοποίηση της λειτουργίας, όπως για παράδειγμα θα γίνεται με την ιδιωτικοοικονομική διαχείριση των τομέων σίτισης και στέγασης. Η πάγια και εγγυημένη δημόσια χρηματοδότηση της ανώτατης εκπαίδευσης ουσιαστικά καταργείται αφού κάθε Ίδρυμα θα συνάπτει τετραετίες «προγραμματικές συμφωνίες» με το κράτος και θα λαμβάνει χρηματοδότηση μόνο στη βάση της επίτευξης συγκεκριμένων στόχων. Πλέον, το εάν τα Ιδρύματα θα λαμβάνουν χρηματοδότηση και για τις λειτουργικές ανάγκες τους, αλλά ακόμη και για τη μισθοδοσία, θα εξαρτάται από κριτήρια όπως ο αριθμός των φοιτητών που προσέλκυσαν, το πόσο γρήγορα και με ποιο κόστος αυτοί έφτασαν στο πτυχίο, το εάν έχουν μπορέσει να προσελκύσουν χορηγίες και ιδιωτικές χρηματοδοτήσεις στη βάση δεικτών ποιότητας και επιτευγμάτων αγοραίου τύπου.

4) Την επέκταση των ελαστικών σχέσεων εργασίας και του εκφοβισμού που αυτή επιφέρει σε όλη την κλίμακα του προσωπικού, διδακτικού και μη, και ειδικότερα στους χαμηλόβαθμους νέους διδάσκοντες και ερευνητές. Η ενίσχυση της επισφάλειας περνάει μέσα από την κατάργηση της βαθμίδας του Λέκτορα, την καθιέρωση τριών βαθμιδών (καθηγητές, αναπληρωτές καθηγητές και επίκουροι καθηγητές), τη μετάθεση της μονιμότητας στη βαθμίδα του αναπληρωτή και την τετραετή θητεία για τους επίκουρους καθηγητές. Περνάει παράλληλα μέσα από την μετατροπή των συμβασιούχων διδασκόντων σε «εντεταλμένους διδασκαλίας» με ατομικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου, ιδιωτικού δικαίου, πλήρους απασχόλησης με ανώτερο χρόνο ανανέωσης συμβάσεων τα τρία χρόνια και συνολικά τα πέντε χρόνια για κάθε ίδρυμα.

5) Την καθιέρωση ενός υπερ-αντιδραστικού και ολιγαρχικού συστήματος διοίκησης με τη θέσπιση των Συμβουλίων Διοίκησης, που θα αποτελούνται από 7 καθηγητές, 7 εξωτερικά μέλη (επιχειρηματίες, τοπικούς παράγοντες και άλλες επιφανείς προσωπικότητες…) και ένα φοιτητή. Τα Συμβούλια θα έχουν πλήρη αρμοδιότητα στο επίπεδο των χρηματοδοτήσεων, στις επιχειρηματικές δράσεις, στην  εκλογή του Πρύτανη/Προέδρου ΤΕΙ  που θα λειτουργεί ως εκτελεστικό τους όργανο. Στο νέο αυτό μοντέλο διοίκησης η Σύγκλητος χάνει κάθε ουσιαστική αρμοδιότητα, ενώ ούτε λόγος να γίνεται για δημοκρατικές κατακτήσεις όπως το άσυλο το οποίο καταργείται στην πράξη, μέσα από την προτεινόμενη «απομάκρυνση από το μοντέλο χωροταξικού ορισμού» του. Στο πανεπιστήμιο της εποχής του Μνημονίου φοιτητές, καθηγητές και λοιπά μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας απομακρύνονται ολοκληρωτικά από τα όργανα διοίκησης και τις όποιες διαδικασίες εκλογής πρυτάνεων/κοσμητόρων/προέδρων, ενώ η μονοπρόσωπη πλέον φοιτητική εκπροσώπηση γίνεται με υποχρεωτικά ενιαίο ψηφοδέλτιο.

Συνολικά, ο νέος αυτός Νόμος – Πλαίσιο θα οδηγήσει στη διάλυση των σπουδών, σε πτυχία πολλαπλών ταχυτήτων και στην απονομή υποβαθμισμένων «διπλωμάτων και πιστοποιητικών» με χαμηλό αντίκρισμα στην αγορά εργασίας. Υπονομεύει κάθε έννοια δημόσιας και δωρεάν ανώτατης παιδείας, καταργώντας στην πράξη τις σχετικές προβλέψεις ακόμη και του ίδιου του Συντάγματος. Θα οδηγήσει στην ακόμη πιο επιχειρηματική λειτουργία των ιδρυμάτων, ενισχύοντας τάσεις που ήδη έχουν εμφανιστεί στα ιδρύματα με τα διάφορα ερευνητικά προγράμματα και τα εργαστήρια επιχειρηματικές μονάδες που έχουν ήδη εδραιώσει μια διαδικασία ανταγωνισμού μεταξύ «ομάδων συμφερόντων» σε Τμήματα και Σχολές. Θα στραγγαλίσει ακόμη περισσότερο τις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες, τη διεπιστημονική προσέγγιση, την αναπαραγωγή και επέκταση της κριτικής ριζοσπαστικής σκέψης.

ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΡΑΣΕΙ ΚΑΙ ΑΝ ΑΚΟΜΗ ΨΗΦΙΣΤΕΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ ΜΑΣ ΘΑ ΤΟΝ ΑΝΑΤΡΕΨΟΥΜΕ!

Οι πρωτοβουλίες συμβασιούχων διδασκόντων καλούν τους φοιτητές, τους διδάσκοντες (μόνιμους ή συμβασιούχους) και όλες τις άλλες κατηγορίες εργαζομένων στα Πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ να αγωνιστούν ώστε ΝΑ ΜΗΝ ΠΕΡΑΣΕΙ Ο ΝΕΟΣ ΝΟΜΟΣ-ΠΛΑΙΣΙΟ που θα διαλύσει ό,τι έχει απομείνει από τη Δημόσια και Δωρεάν Ανώτατη Εκπαίδευση.

Οι Πρωτοβουλίες και οι σύλλογοι συμβασιούχων διδασκόντων δηλώνουμε πως θα συμμετέχουμε με αποφασιστικότητα στις επερχόμενες αγωνιστικές και απεργιακές κινητοποιήσεις της ακαδημαϊκής κοινότητας, των εργαζομένων και των φορέων τους με στόχο να ανατραπούν οι αλλαγές αυτές.

Άμεσα παλεύουμε για:

·        Να αποσυρθεί το αντιδραστικό σχέδιο νόμου για τα Πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ.

·        Να σταματήσει η περικοπή των πιστώσεων για συμβασιούχους διδάσκοντες και να χορηγηθούν επαρκείς πιστώσεις για τις εκπαιδευτικές ανάγκες των ιδρυμάτων.

·        Να καταβληθούν τα δεδουλευμένα στους συμβασιούχους διδάσκοντες που για άλλη μια φορά παραμένουν επί μήνες απλήρωτοι.

·        Να υπογραφούν μέσα στο Σεπτέμβρη 2011 όλες οι συμβάσεις των διδασκόντων σε Πανεπιστήμια και ΤΕΙ, με ενιαία αντιμετώπισή τους σε όλα τα ιδρύματα και αποσαφήνιση των όρων εργασίας τους ήδη στις προκηρύξεις.

·        Σεβασμό στα εργασιακά, εκπαιδευτικά και ακαδημαϊκά δικαιώματα των συμβασιούχων διδασκόντων, όπως αυτά προβλέπονται και από το ΠΔ 407/80 ή τους Ν.1404/83 και Ν. 2916/2001.

·        Άμεσο διορισμό όλων των εκλεγμένων μελών ΔΕΠ στα Πανεπιστήμια  και ΕΠ στα ΤΕΙ.

Συνολικά διεκδικούμε:

·        Ανώτατη Εκπαίδευση ενιαία, αποκλειστικά δημόσια και δωρεάν, υψηλού επιπέδου, με δημοκρατική λειτουργία, προσανατολισμένη στις πραγματικές κοινωνικές ανάγκες.

·        Να καταργηθεί ο θεσμός των συμβασιούχων διδασκόντων και όλες οι ανάγκες των Πανεπιστημίων και των ΤΕΙ σε διδακτικό και ερευνητικό προσωπικό να καλύπτονται με προκηρύξεις θέσεων μελών ΔΕΠ και ΕΠ.

·        Οι όποιες πραγματικά έκτακτες ανάγκες να καλύπτονται από διδάσκοντες με αξιοπρεπείς όρους και με πλήρη, κατά κανόνα, απασχόληση.

·        Να μην καθιερωθεί ο «εντεταλμένος διδασκαλίας»  ως διαρκής βαθμίδα συμβασιούχου, επισφαλώς εργαζόμενου, χωρίς προοπτική εξέλιξης, που μας επιστρέφει στο θεσμό των βοηθών.

·        Να παγιωθεί η συμμετοχή Επιστημονικών και Εργαστηριακών συνεργατών των ΤΕΙ με το Ν.1404/83 (όπως αναθ. από τον  2916/01) σε όλα τα Συλλογικά Όργανα των Τμημάτων, Σχολών και Ιδρυμάτων.

·        Γενναία χρηματοδότηση των Πανεπιστημίων και των ΤΕΙ και άμεση προκήρυξη όλων των απαραίτητων θέσεων μελών ΔΕΠ και ΕΠ σε όλα τα Τμήματα.

22/07/2011

Πρωτοβουλίες Διδασκόντων με βάση το ΠΔ 407/80

Σύλλογοι Εκτάκτου Εκπαιδευτικού Προσωπικού (ΣΕΕΠ) Τ.Ε.Ι.:  Πειραιά, Θεσσαλονίκης, Ηπείρου, Πάτρας (Αρτίν Δανελιάν)

ΟΟΣΑ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΟΗΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΩΤΑΤΗ ΠΑΙΔΕΙΑ

Απόσπασμα σε χειρόγραφη (μη τελική) μορφή από το βιβλίο: Κώστα Σταμάτη, Η αβέβαιη «κοινωνία της γνώσης», εκδ. Σαββάλας, Αθήνα, 2005, σ. 234-247.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ:

ΟΟΣΑ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΟΗΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΩΤΑΤΗ ΠΑΙΔΕΙΑ

Οι ανησυχίες που εκφράζονται στα προηγούμενα κεφάλαια ως προς τα περιεχόμενα και τον προσανατολισμό της παιδείας προλαμβάνονται από ένα κείμενο συστάσεων, ψηφισμένο από την ολομέλεια του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών το 1997[1], για το καθεστώς που διέπει το διδακτικό προσωπικό και γενικότερα σχετικά με την αποστολή του σύγχρονου πανεπιστημίου. Το κείμενο αυτό ενσωματώνει επίσης την παγκόσμια διακήρυξη της UNESCO για την πανεπιστημιακή εκπαίδευση στον 21ο αιώνα. Περιορίζομαι να αναφέρω τα κατά τη γνώμη μου σπουδαιότερα σημεία αυτού του αξιόλογου κειμένου και να τα φέρω σε αντιπαράθεση με ανάλογα σημεία μίας έκθεσης του Οργανισμού για την Οικονομική Συνεργασία και την Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ)[2].

Κατ’ αρχάς μία προεισαγωγική παρατήρηση. Δεν είναι η πρώτη φορά κατά την οποία κάποια γενική τοποθέτηση του ΟΗΕ έρχεται σε δυσαρμονία ή και αντίθεση με ανάλογες τοποθετήσεις μεγάλων διεθνών οικονομικών οργανισμών γύρω από κάποιο ζήτημα ευρύτερου ενδιαφέροντος. Κάτι αντίστοιχο έχει γίνει επίσης με το διεθνές πρωτόκολλο του Μόντρεαλ για τη βιοασφάλεια (2000), το οποίο κινείται σε γενικές γραμμές σε μία κατεύθυνση αντίθετη προς αυτή των άοκνων προσπαθειών του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου για την «απελευθέρωση» του εμπορίου.

Αυτό εξηγείται κατά βάση από τη διαφορετική αποστολή τους, καθώς και από το γεγονός ότι οι εκπρόσωποι των κρατών στον ΟΗΕ ενεργούν χωρίς να τελούν κάτω από διαρκείς πιέσεις μεγάλων επιχειρηματικών συμφερόντων, όπως αντιθέτως συμβαίνει με το προσωπικό των διεθνών οικονομικών οργανισμών. Για τον λόγο αυτό οι εκπρόσωποι των χωρών στον ΟΗΕ μπορούν να σκέπτονται ευκολότερα με όρους γενικού συμφέροντος. Αντιθέτως, το προσωπικό των διεθνών οικονομικών οργανισμών έχει την τάση να προσεγγίζει λίγο πολύ όλα τα ζητήματα του συλλογικού βίου ως αμιγώς οικονομικά προβλήματα και μάλιστα μέσα από την ειδική οπτική γωνία της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης[3].

Χρήσιμο είναι να θυμόμαστε ότι ο ΟΗΕ ιδρύθηκε την επαύριο της ανθρωποσφαγής του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με νωπή τη νίκη του αντιφασιστικού αγώνα, με πνεύμα ανθρωπιστικό, αντιπολεμικό και διεθνούς συνεργασίας μεταξύ όλων των χωρών, πλούσιων και φτωχών. Αντιθέτως, ο ΟΟΣΑ ιδρύθηκε αργότερα, με πρωτοβουλία των ΗΠΑ, για να αποτελέσει έναν όμιλο εύπορων καπιταλιστικών χωρών, κάτι σαν το οικονομικό αντίστοιχο του ΝΑΤΟ απέναντι στο αντίπαλο στρατόπεδο των χωρών του λεγόμενου τότε υπαρκτού σοσιαλισμού.

1. Η Ευρωπαϊκή ΄Ενωση αντιμάχεται το πρότυπο του ΟΗΕ για καλή εκπαίδευση

Α. Σύμφωνα λοιπόν με τις συστάσεις του ΟΗΕ προς τα κράτη-μέλη, ορίζεται σαφώς ότι η πανεπιστημιακή εκπαίδευση στοχεύει πρωτίστως «στην ανάπτυξη του ανθρώπου και την πρόοδο της κοινωνίας». Η χρηματοδότησή της αποτελεί δημόσια επένδυση, με δημόσιες προτεραιότητες. Τα αποτελέσματά της πρέπει να γνωστοποιούνται στο κοινό και να αποτελούν αντικείμενο τακτικής αξιολόγησης, αλλά με βάση ουσιαστικά ποιοτικά κριτήρια, που αναφέρονται παρακάτω, και όχι με ποσοτικοποιημένα ή αγοραία κριτήρια, τα οποία προσιδιάζουν σε εμπορικές επιχειρήσεις.

Καθοριστικός παραμένει ο ρόλος του Κράτους στη χρηματοδότηση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης ως δημόσιου αγαθού[4]. Διακηρύσσεται συγχρόνως η διοικητική και εκπαιδευτική αυτονομία των ΑΕΙ απέναντι στην κρατική εξουσία, καθώς και η συμμετοχή του διδακτικού προσωπικού στα όργανα διοίκησης των ιδρυμάτων. Η διοίκηση των πανεπιστημίων χρειάζεται να συνδυάζει κοινωνικό όραμα, περιλαμβανομένης και της κατανόησης παγκόσμιων προβλημάτων, συγχρόνως με μέριμνα για την ανάπτυξη υψηλών διοικητικών ικανοτήτων.

Δεν απορρίπτεται η ιδέα ιδιωτικών μεν αλλά πάντως οπωσδήποτε μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση κρίνεται ότι η ανώτατη εκπαίδευση αποβλέπει να εκπαιδεύσει υψηλής ποιότητας επιστήμονες και υπεύθυνους πολίτες. Οφείλει να καλλιεργεί γνωστικά αντικείμενα ανοιχτά σε αναπροσαρμογή τους στις παρούσες και τις μελλοντικές ανάγκες της κοινωνίας, δηλαδή να νοιάζεται για τους βασικούς όρους αναπαραγωγής της κοινωνίας με τρόπους αντίστοιχους προς την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και όχι, για παράδειγμα, να ευθυγραμμίζεται volens nolens στις ανάγκες κερδοφορίας των επιχειρήσεων. Κρίσιμη παράμετρος της κοινωνικής αποστολής της πανεπιστημιακής παιδείας είναι η συμβολή της στην αυτοσυντηρούμενη οικονομική ανάπτυξη, επίσης όμως στη γενικότερη κοινωνική και πολιτιστική ανάπτυξη. Η αποστολή αυτή ισχύει ενιαίως και αδιακρίτως αν πρόκειται για δημόσια ή «ιδιωτικά» πανεπιστήμια.

Η τριτοβάθμια εκπαίδευση αντιλαμβάνεται τους νέους ως υπεύθυνους πολίτες με ενεργό συμμετοχή στα κοινωνικά δρώμενα, με παγκόσμια αντίληψη για τα πράγματα, με δημιουργική ικανότητα. Άρα, όχι ως καταναλωτές και πελάτες εκπαιδευτικών υπηρεσιών, παθητικούς πολίτες, αδιάφορους για την οικουμένη και τα δεινά των άλλων. Εργάζεται με προσήλωση στην αειφόρο –όχι οποιαδήποτε– ανάπτυξη, στη δημοκρατία και την ειρήνη, μέσα σε ένα δίκαιο –όχι κατ’ ανάγκην ανταγωνιστικό– κοινωνικό περιβάλλον. Η ανώτατη παιδεία οφείλει να βοηθά στην κατανόηση, την ερμηνεία, τη διατήρηση, την ενίσχυση, την προώθηση και τη διάχυση τοπικών, εθνικών, διεθνών και ιστορικών πολιτισμών, σε ένα περιβάλλον πολιτισμικής ποικιλίας και διαφορετικότητας.

Οφείλει ακόμη να συμβάλλει στην προστασία και την ενδυνάμωση των αξιών που συνθέτουν τη βάση των δημοκρατικών πολιτευμάτων. Να διαπλάθει κριτικές και απροκατάληπτες προοπτικές για τη χάραξη κοινών στοχεύσεων με διεθνή διαβούλευση και συνεργασία, με πνεύμα ανθρωπιστικό, για την ικανοποίηση πραγματικών κοινωνικών και πολιτιστικών αναγκών των ανθρώπων και των λαών.

Τα πνευματικά και τα πολιτιστικά αποτελέσματα της έρευνας πρέπει να χρησιμοποιούνται προς όφελος της ανθρωπότητας και να προστατεύονται από πιθανές καταχρηστικές εφαρμογές. Η έρευνα πρέπει να ενθαρρύνεται σε όλα τα γνωστικά αντικείμενα, περιλαμβανομένων των κοινωνικών επιστημών και των επιστημών του ανθρώπου, χωρίς να επιδεικνύεται μονόπλευρη εύνοια στις τεχνολογικές σπουδές. Υπό προϋποθέσεις δέχεται ότι τα ΑΕΙ μπορούν να αναζητούν υλική και οικονομική στήριξη και από δημόσιους και από ιδιωτικούς φορείς, κυρίως υπό τον όρο να μη θίγεται ο χαρακτήρας τους ως μορφωτικών θεσμών.

Η ανώτατη εκπαίδευση αξιολογείται εν γένει με γνώμονα την προσφορά της στην κοινωνία, με σταθμίσεις ηθικού χαρακτήρα. Με κριτικό πνεύμα, αλλά και πολιτική ουδετερότητα απέναντι στον τρέχοντα κομματικό ανταγωνισμό[5]. Με καλή γνώση των προβλημάτων της κοινωνίας και του κόσμου της εργασίας, έτσι ώστε να δημιουργείται μία μακροπρόθεσμη στρατηγική κοινωνικών προτεραιοτήτων και ικανοποίησης καλώς νοούμενων προσδοκιών των ανθρώπων, με σεβασμό του πολιτισμού και του περιβάλλοντος. Οφείλει να δίνει βαρύτητα σε δραστηριότητες που αποσκοπούν στην καταπολέμηση της ανέχειας, της πείνας, του αναλφαβητισμού, της βίας, της περιβαλλοντικής υποβάθμισης και των ασθενειών[6].

Τονίζεται επίσης ότι πρέπει να αναπτυχθεί πολύμορφη διασύνδεση των πανεπιστημίων με τον χώρο της εργασίας, με μεγαλύτερη συμμετοχή του και στην ίδια τη διοίκηση των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Αφού αυτά παρέχουν και επαγγελματική εκπαίδευση, οφείλουν οπωσδήποτε να λαμβάνουν υπ’ όψιν και τις τάσεις στην αγορά εργασίας, αλλά υπό το πρίσμα των απαιτήσεων της εργασίας και της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας και πάλιν όχι, ας πούμε, με κριτήριο τις επιθυμίες της εργοδοσίας, ενδεχομένως για άβουλο και «απασχολήσιμο» εργατικό δυναμικό[7].

Β. Η κυρίαρχη πολιτική αντίληψη στην Ευρωπαϊκή Ένωση κινείται σε αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν που υιοθετεί ο ΟΗΕ για την ανώτατη παιδεία. Σε γενικές γραμμές προκρίνει κριτήρια κέρδους-ζημίας, οικονομικώς αποτιμήσιμα, σε κάθε έκφανση πανεπιστημιακής λειτουργίας. Τα μόνα κριτήρια «αξίας» που δέχεται η αντίληψη αυτή είναι αυτά της ατιθάσευτης λειτουργίας της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής και ανταλλαγής. Ένας από τους στόχους της «αξιολόγησης» των ευρωπαϊκών τριτοβάθμιων ιδρυμάτων[8] είναι ακριβώς να δοθεί η δυνατότητα σε ιδιώτες να γνωρίζουν από πριν πόσο «μετράει» το πανεπιστημιακό τμήμα στο οποίο προτίθενται να διαθέσουν χρήματα, για δικούς του σκοπούς ο καθένας, είτε ως επενδυτής είτε ως «πελάτης». Ομοίως για τους ιδιώτες που θα σκέπτονταν να προσλάβουν, ως εργοδότες, αποφοίτους καθενός πανεπιστημιακού τμήματος χωριστά.

Υπό τις συνθήκες αυτές η δήθεν επιδιωκόμενη διασφάλιση ποιότητας αποσχετίζεται τελείως από επιστημονικά και βεβαίως ποιοτικά κριτήρια ακαδημαϊκού χαρακτήρα. Αποβαίνει συνώνυμη της ζήτησης εκπαιδευτικών υπηρεσιών και επαγγελματικών δεξιοτήτων, ζήτηση που θα κυμαίνεται από το ένα πανεπιστημιακό τμήμα στο άλλο[9]. Το κράτος θα αρκείται να πιστοποιεί ότι οι φορείς που προσφέρουν εκπαιδευτικές υπηρεσίες θα έχουν αντίκρισμα στην «αγορά».

Καίρια παρελκόμενα αυτής της αγοραίως ωφελιμιστικής αφετηρίας είναι: α) Η εξάρτηση της χρηματοδότησης της ανώτατης παιδείας όχι μόνον από τον κρατικό προϋπολογισμό, αλλά και από ιδιωτικά οικονομικά συμφέροντα. Η κρατική εξουσία, από τη δική της πλευρά, τείνει να χρηματοδοτεί όχι ένα ενιαίο σύστημα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, αλλά πληθώρα επιμέρους εκπαιδευτικών «δράσεων», σε ξεχωριστές συμφωνίες με καθένα ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα.

β) Η λειτουργία της γνώσης ως δραστηριότητας που αποτιμά τα πάντα σύμφωνα με την άτεγκτη λογική οικονομικών υπολογισμών, με σταθμίσεις προσφοράς και ζήτησης εκπαιδευτικών υπηρεσιών. Εν όψει παρόμοιων κριτηρίων η ίδια η ενδοπανεπιστημιακή –και όχι μόνο– δημοκρατία οράται ως χρονοβόρα και οχληρή διαδικασία. Η εξουσία ανασυγκροτείται μέσα στα πανεπιστημιακά τμήματα σε ολιγαρχική βάση νέας μορφής. Συγκεντρώνεται πραγματικά και συμβολικά γύρω από εκείνους που φέρνουν οικονομικούς πόρους, αναγκαίους για την επιβίωση και το γόητρο των πανεπιστημιακών τμημάτων. Η επιστημονική αξία και η ακαδημαϊκή προσφορά υποκαθίστανται από την πολυπραγμοσύνη των καθηγητών(;)-managers διάφορων  ερευνητικών προγραμμάτων.

γ) Η εμφανής πτώση της ποιότητας των βασικών σπουδών. Οι δραστηριότητες του προσωπικού στρέφονται σε έρευνα εξαργυρώσιμη στις οικονομικές διαδικασίες, με την ευρεία έννοια του όρου. Το φαινόμενο αυτό συνδυάζεται με εκτεταμένη ετεροαπασχόληση κάθε είδους των πανεπιστημιακών δασκάλων, σε συνδυασμό με την εσκεμμένη καθήλωση των αμοιβών τους. Η ίδια η ζωντανή διδασκαλία, δηλαδή η βασική μαθησιακή διαδικασία, υποβαθμίζεται σε πρωτοφανή βαθμό στην ιστορία του Πανεπιστημίου από της καταβολής του και τυποποιείται.

δ) Η υποσκέλιση γνωστικών αντικειμένων και ολόκληρων τμημάτων –ιδίως στις επιστήμες του ανθρώπου– με αιτιολογικό ότι «δεν πωλούν», άρα  προκαλούν ελλείμματα. Οπότε οι βασικές επιστήμες από τις οποίες θα ήταν δυνατή η καλλιέργεια κοινωνικής συνείδησης και κριτικής τίθενται υπό δυσμένεια, τελματώνουν. Γίνεται φανερό ότι ο κατάλογος των δυσμενών συνεπειών μπορεί να μακρύνει πολύ ακόμη[10].

2. ΟΟΣΑ εναντίον του Πανεπιστημίου

Περίπου στον αντίποδα των αξιακών δεσμεύσεων του ΟΗΕ για την πανεπιστημιακή εκπαίδευση και την έρευνα κινούνται και οι θέσεις του ΟΟΣΑ. Είναι χαρακτηριστική η ψευδοπεριγραφική εκφορά του λόγου σε αυτές, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για σειρά από επιθυμητές μεταβολές, δηλαδή για desiderata και ευδιάκριτες υποδείξεις.

Για να κατανοήσουμε πώς οι κρατούντες διεθνώς αντιλαμβάνονται την ανώτατη εκπαίδευση, με πρόσχημα την αναδυόμενη «κοινωνία της γνώσης», ας ρίξουμε μία ματιά σε μία άκρως διαφωτιστική έκθεση του ΟΟΣΑ, του 1998. Εκ πρώτης όψεως το κείμενο προβαίνει σε μία σειρά από εμπειρικές παρατηρήσεις. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, περνά πιεστική «γραμμή» στις κυβερνήσεις για εκθεμελίωση της παιδείας στο σύνολό της.

Το κείμενο του ΟΟΣΑ ξεκινά, λοιπόν, από ένα εμπειρικά διαπιστώσιμο γεγονός, ότι δηλαδή η κρατική χρηματοδότηση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και έρευνας πράγματι μειώνεται. Τούτο βεβαίως δεν συντελείται αφεαυτού, αλλά με πολιτικές αποφάσεις εκ των άνω και σε προφανή αντίθεση, ας σημειωθεί με την ευκαιρία, προς ό,τι επιζητούν επ’ αυτού οι «συστάσεις του ΟΗΕ για την ανώτατη εκπαίδευση». Αυτό όμως καθόλου δεν απασχολεί, βεβαίως, τους συντάκτες της έκθεσης αυτής. Η έκθεση του ΟΟΣΑ εισηγείται, εν συνεχεία, μία δέσμη μεταβολών που ανατρέπουν συνολικά την αποστολή και τη λειτουργία των πανεπιστημίων με απερίφραστο και κυνικό τρόπο. Με δικά μας λόγια, η οδηγήτρια ιδέα είναι περίπου: «κόψτε τη δημόσια χρηματοδότηση των ΑΕΙ και όλα τα άλλα θα επέλθουν αλυσιδωτά, όση αντίσταση κι αν προβάλουν τα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας»[11].

Το κείμενο του ΟΟΣΑ επεκτείνεται μάλιστα σε μία γενικότερη εκτίμηση, μία αξιωματική λήψη θέσης κατ’ ουσίαν, ότι δηλαδή οι μεταβολές αυτές αντιστοιχούν σε μία ευρύτερη αλλαγή ως προς την αποστολή και τη λειτουργία του κράτους εν γένει. Πρόκειται για μία συνεκτική νεοφιλελεύθερη αντίληψη, πλήρως αναιρετική της φυσιογνωμίας όχι μόνο της ανώτατης εκπαίδευσης[12] αλλά και του ίδιου του κράτους. Ακριβώς με το ίδιο πνεύμα που διαπερνά και τη Διακήρυξη της Μπολόνια (1999)[13]. Η γραμμή του ΟΟΣΑ «πέρασε» αποτελεσματικά στον ευρωπαϊκό χώρο, όπως φάνηκε από τις εξελίξεις που επακολούθησαν[14].

1. «Οι κρατικές επιχορηγήσεις προς τα πανεπιστήμια μειώνονται. Η μεταβολή αυτή δεν θεωρείται απλή παροδική συγκυρία, αλλά δομική μεταβολή της έννοιας και της λειτουργίας του κράτους στο πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς». Εδώ το κείμενο διατυπώνει μία θέση ανοιχτά πολιτική, εμμέσως αλλά σαφέστατα εχθρική σε κάθε πολιτικό πρόγραμμα για αναστήλωση του κοινωνικού κράτους και με την αντίστοιχη μέριμνα για ισχυρή δημόσια παιδεία. Για να μην μπορέσει, ακριβώς, το κράτος να ανακτήσει θεσμική ισχύ, προκειμένου να αναλάβει εκ νέου τέτοια λειτουργία, προεξοφλείται ιδεολογικά[15] ότι «δομικά» έχει ήδη καταστεί «ελάχιστο» κράτος.

2. «Τα πανεπιστήμια προσπαθούν να αντισταθμίσουν την οικονομική στενότητα με συμμαχίες και συμπράξεις με τις επιχειρήσεις και τη βιομηχανία, με τη βοήθεια καινοτομικών πρωτοβουλιών και με την προβολή των εκπαιδευτικών και επιχειρηματικών τους υπηρεσιών».

3. «Κρατικές επιχειρήσεις και υπουργεία προσπαθούν να διαμορφώσουν και να ομογενοποιήσουν τα προγράμματα σπουδών και να τυποποιήσουν το έργο των διδασκόντων, με ταυτόχρονη μεταφορά του κόστους σπουδών στους φοιτητές». Τι σημαίνουν αυτά; Τη γενικευμένη επιβολή διδάκτρων και τη μετάπτωση του φοιτητικού πληθυσμού σε χρήστες εκπαιδευτικών υπηρεσιών και καταναλωτές[16].

Όσο για την «τυποποίηση του διδακτικού έργου», αυτή θέτει απλώς εκποδών την κριτική σκέψη και εντέλει κάθε αυθεντική γνώση, η οποία, βεβαίως, είναι αδύνατον να τυποποιείται ή να ανακόπτεται! Είναι επομένως απορίας άξιο: Τι είδους συμβολή, άραγε, σε «κοινωνία της γνώσης» καλούνται να προσφέρουν τα πανεπιστήμια, όταν συγχρόνως εξωθούνται σώνει και καλά να «τυποποιήσουν» τη διδασκαλία, άρα και την ίδια την παρεχόμενη γνώση;

Ενδεχομένως η «τυποποίηση του διδακτικού έργου» νοείται ως τρόπος για την αντικατάσταση της ζωντανής διδασκαλίας με μηχανικά μέσα μετάδοσης της γνώσης. Αλλά, και πάλι, τι είδους αλληλεπίδραση μπορεί να υπάρξει ανάμεσα στον εκπαιδευόμενο και το μηχάνημα, πέρα από μηχανική μετάδοση συσσωρευμένων πληροφοριών; Μπορεί να υπάρξει αληθινή μορφωτική διαδικασία με μηχανική μετάδοση και πρόσληψη στοιχείων γνώσης, δίχως ανταλλαγή προβληματισμού και χωρίς δυνατότητα κριτικού ελέγχου και συνολικής επόπτευσης σε οποιοδήποτε γνωστικό αντικείμενο;

5. «(…) Παρατηρείται η ενίσχυση του πλέγματος διοίκησης σε βάρος των διδασκόντων, οι οποίοι και χάνουν συνεχώς την ισχύ τους ως προς τη διοίκηση του ιδρύματος». Σε ποιους άραγε μεταφέρεται η ισχύς που αφαιρείται από τους διδάσκοντες[17]; Με ποια κριτήρια πρόκειται αυτοί οι νεόκοποι, αλλά μη κατονομαζόμενοι, διοικητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων να τη διαχειρισθούν; Μήπως έτσι αναιρείται η αναγκαία αυτοτέλεια των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, η οποία μάλιστα ενδέχεται να είναι και συνταγματικώς κατοχυρωμένη σε ορισμένες χώρες, όπως η Ελλάδα; Εκκωφαντική σιωπή του κειμένου εν προκειμένω[18].

Επιτρέπεται η υπόνοια ότι, είτε πανεπιστημιακοί είτε άσχετοι προς το πανεπιστήμιο, οι διοικούντες θα διαθέτουν παντοδύναμη εξουσία, χωρίς να ελέγχονται από κάποιο συλλογικό, αντιπροσωπευτικό και αιρετό σώμα, όπως η Σύγκλητος. Την εξουσία αυτή θα ασκούν σε ένα αυστηρό ιεραρχικό πλαίσιο, εκ των άνω και συγκεντρωτικά, με τρόπο απολύτως ανάλογο προς το διευθυντικό προνόμιο του εργοδότη σε ιδιωτική επιχείρηση[19].

6. «Το φαινόμενο αυτό έχει αποκτήσει παγκόσμιες διαστάσεις. Σήμερα έχουμε την ανάπτυξη επιχειρηματικού τύπου πανεπιστημίων, όπου η σύγκρουση ακαδημαϊκών αξιών με διοικητικές, ιδιαίτερα σε ζητήματα πανεπιστημιακής διοικήσεως, αποτελούν συχνό φαινόμενο». Ο συντάκτης του κειμένου θεωρεί ασφαλώς τη σύγκρουση αυτή ως αναπόφευκτη, αν όχι καλοδεχούμενη. Ο ίδιος τοποθετείται εκ των προτέρων από την πλευρά τής –κατά διοικητική επιταγή– μεταμόρφωσης του πανεπιστημίου και εμμέσως εναντίον των «ακαδημαϊκών αξιών»! Η βασική ακαδημαϊκή αξία που τίθεται στο στόχαστρο είναι η αφοσίωση του πανεπιστημιακού στο διδακτικό και ερευνητικό έργο του, μακριά από τις –έντιμες ή μη– δοσοληψίες της αγοράς και το κερδαλέο φρόνημα.

«Η έμφαση από τις επιστήμες του ανθρώπου έχει από καιρό μεταφερθεί στις επιχειρηματικού τύπου δραστηριότητες». Ας προσεχθεί εδώ η ασυναίσθητη (;) όσο και εύγλωττη αντιδιαστολή που επιχειρείται μεταξύ της επιστήμης και των οικονομικών δραστηριοτήτων εντός των ΑΕΙ, προφανώς από πανεπιστημιακούς δασκάλους που θα αναλώνουν πολύ περισσότερο χρόνο για επιχειρηματικές δραστηριότητες, ακόμη και προς ίδιον όφελος, από ό,τι για την καλλιέργεια της επιστήμης τους, για την εξύψωση του προσφερόμενου μορφωτικού επιπέδου!

«Το κέντρο του πανεπιστημίου αποτελούν οι θετικές επιστήμες, τα πολυτεχνικά τμήματα και οι επαγγελματικές σχολές (δημοσιογραφίας κ.λπ.), ενώ παρόμοια τάση παρατηρείται και στις κοινωνικές και τις ανθρωπιστικές επιστήμες». Πρόκειται δηλαδή για κάποια τάση να γίνουν «θετικές» και οι επιστήμες του ανθρώπου; Αν μπορούσε να έχει κάποιο νόημα αυτή η επιστημολογικά ακατάληπτη σκέψη, αυτό θα συνίστατο μάλλον στο –επίσης απευκταίο ενδεχόμενο– να επικρατήσει ένα θετικιστικό υπόδειγμα στις επιστήμες του ανθρώπου, εις βάρος της κριτικής παράδοσης στην καλλιέργειά τους[20].

7. «Η δραστική μείωση της κρατικής επιδότησης των πανεπιστημίων αναγκάζει το προσωπικό τους σε ριζικές αλλαγές στον τρόπο διοίκησης, που παρατηρείται σε παγκόσμιο επίπεδο». Εδώ ο εκβιαστικός τόνος της επιχειρηματολογίας καθίσταται ευκρινής. Κατά βάθος οι κυβερνήσεις καλούνται να εγκαινιάσουν ή να συνεχίσουν εσαεί πολιτική υποχρηματοδότησης της ανώτατης παιδείας, προκειμένου να επαληθευθεί η σχετική «πρόβλεψη» του ΟΟΣΑ. Ο εκβιασμός συνίσταται στο ότι αυτός που διατυπώνει μία απειλητική πρόβλεψη κρατά ο ίδιος τον όρο της υλοποίησής της!

8. «Η έννοια του “ανθρώπινου κεφαλαίου”, δηλαδή οι δεξιότητες και η γνώση των εργαζομένων, αποτελούν συγκριτικό πλεονέκτημα στη διαδικασία παραγωγής. Η πρόσκτηση των δεξιοτήτων αυτών πραγματοποιείται είτε με εκπαίδευση σε πανεπιστήμια είτε με διδασκαλία και εμπειρία στη διαδικασία της παραγωγής. Η ανάπτυξη συνεπώς κατάλληλου συστήματος ανώτατης παιδείας αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση οικονομικής ευημερίας. Η επίδοση σε επιστήμες και τεχνολογίες αιχμής (π.χ. μοντέρνα υλικά, μοντέρνες ημιαγωγικές διατάξεις, τεχνολογία ψηφιακής απεικόνισης, υψηλής πυκνότητας ψηφιακή εγγραφή και οπτοηλεκτρονική, τεχνητή νοημοσύνη, βιοτεχνολογία, ολοκληρωμένη παραγωγή με τη βοήθεια υπολογιστών, ιατρική διαγνωστική και τεχνολογίες αισθητήρων) απασχολούν πλέον σοβαρά τα πανεπιστήμια και προς αυτή την κατεύθυνση στρέφουν πλέον τα προγράμματα σπουδών τους και τις ερευνητικές τους προσπάθειες»[21].

Ιδού και η μόνη υποψία οιονεί φιλοσοφικής χροιάς σε ένα άκρως τεχνοκρατικό κείμενο: «Τα πανεπιστήμια αναγνωρίζονται ως βασικός παράγοντας της βασισμένης στη γνώση οικονομίας (knowledge based economy)». Κατ’ αρχάς, ας προσεχθεί η υπαλλακτική χρήση ως συνώνυμων των όρων «οικονομία» και «κοινωνία», γλωσσική χρήση απολύτως ενδεικτική της πρόθεσης για εμπορευματοποίηση κάθε πτυχής του κοινωνικού βίου. Κοινωνία ίσον (καπιταλιστική) οικονομία, τελεία και παύλα. Ας αφεθεί κατά μέρος, στο σημείο αυτό, η αναφορά σε επιδίωξη «οικονομικής ευημερίας» –τίνων και με ποιο αξιακό κριτήριο ευημερίας. Ας μείνει ασχολίαστη επίσης η υποτιμητική για το ανθρώπινο είδος έκφραση «ανθρώπινο κεφάλαιο», σαν να επρόκειτο για πράγμα δεκτικό εκμετάλλευσης για κερδοφορία, άρα δεκτικό εξουσιασμού και απαλλοτριωτό.

Η συνέχεια του κειμένου γίνεται με καθαρώς πολιτική ορολογία. Διασαφηνίζει ασυστόλως τη βασική πολιτική προϋπόθεση, προκειμένου να συναρμοσθεί η καινούργια ανώτατη εκπαίδευση με την «οικονομία που βασίζεται σε γνώση». «Καμία χώρα δεν θα επέτρεπε εκουσίως μόνιμη και σοβαρή υποβάθμιση στα εθνικά της συστήματα έρευνας, μεταφοράς γνώσης και εκπαίδευσης. Και όμως στις αρχές του 21ου αιώνα τα πανεπιστήμια και οι σχέσεις τους με την κοινωνία θα αλλάξουν ριζικά. Τα πανεπιστήμια και οι χώρες στις οποίες αυτά ανήκουν πρέπει να λάβουν σύντομα μέτρα και πολιτικές αποφάσεις για τον έγκαιρο σχεδιασμό των ερευνητικών και γενικότερα των πανεπιστημιακών τους συστημάτων»[22].

Όπως αντιλαμβάνεται ο καθένας, αξίζει τον κόπο να σταθούμε σε αυτό το απόσπασμα, αφού αποδίδει ανάγλυφα τον πυρήνα του συζητούμενου θέματος. Ποια είναι κατ’ αρχάς η πολιτική συνθήκη που καλείται από τις δυνάμεις του κεφαλαίου και τους ιδεολογικούς εκφραστές τους να θέσει σε κίνηση τη «σύγχρονη αντίληψη για ελικοειδή ανάπτυξη των σχέσεων πανεπιστημίου–βιομηχανίας–κυβέρνησης για την παραγωγή γνώσης», κατά την έκφραση του κειμένου;

Η απάντηση δίνεται με εξοργιστική ειλικρίνεια. Είναι η πολιτική δέσμευση των δυνάμεων της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης, με τα δικά τους λόγια, «να υποβαθμίσουν εκουσίως, μονίμως και σοβαρά (sic) τα εθνικά συστήματα εκπαίδευσης και έρευνας»! Και επειδή ακριβώς εικάζεται ότι κάτι τέτοιο θα σκόνταφτε πιθανώς σε ισχυρές αντιστάσεις στο εσωτερικό κάθε κυρίαρχου εθνικού κράτους, προτείνεται ανοιχτά η λύση της διεθνούς πίεσης σε κάθε χώρα χωριστά.

Πώς ενορχηστρώνεται εμπράκτως αυτή η πολιτική πίεση είναι πια γνωστό: αφενός από τους μεγάλους διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς, αφετέρου από συλλογικές πολιτικές αποφάσεις κορυφής, π.χ. της συνόδου των επτά πιο προηγμένων χωρών, συνόδων των Υπουργών ή και των Πρωθυπουργών σε περιφερειακές συσσωματώσεις χωρών, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση κ.λπ. Πρόκειται δηλαδή για μορφή λήψης –συχνά μη αντιστρέψιμων– πολιτικών αποφάσεων κατά πλήρη παράκαμψη των θεσμών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας των τυπικά θεωρούμενων ως κυρίαρχων εθνικών κρατών. Με έξωθεν και εκ των άνω επιβολή πολιτικών επιλογών προς το συμφέρον της διεθνούς επιχειρηματικής τάξης, δηλαδή της άρχουσας τάξης στον διεθνοποιημένο καπιταλισμό.


[1] Προς την ίδια κατεύθυνση και η διακήρυξη της Παγκόσμιας Διάσκεψης του Ντακάρ, με πρωτοβουλία της ΟΥΝΕΣΚΟ (Απρίλιος 2000).

[2] Και τα δύο κείμενα έχουν δημοσιευθεί στην επιθεώρηση «Ανάλεκτα» της Επιτροπής Ερευνών του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Σεπτέμβριος 2001, σ. 13 επ. και 19 επ. Ατυχώς η –ανυπόγραφη, μάλιστα– απόδοσή τους έχει γίνει σε αυτή την επιθεώρηση με τρόπο, ώστε να μη διακρίνεται τι αποτελεί πιστή μετάφραση και τι, ενδεχομένως, στοχασμούς του μεταφραστή και επιμελητή της παρουσίασης. Με αυτή την επιφύλαξη γίνεται περαιτέρω η χρήση τους εκ μέρους μου.

[3] Ειδικά για τις πιέσεις που ασκεί ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου για την «απελευθέρωση της αγοράς παιδείας», αρκούμαι να παραπέμψω στην εμπεριστατωμένη και αποκαλυπτική έκθεση των διεθνών ομοσπονδιών Education International και Public Services International, «Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου και ο “Γύρος της Χιλιετίας”. Τι διακυβεύεται για τη Δημόσια Εκπαίδευση;», Πανεπιστήμιο, τεύχ. 2, 2000, σ. 59-98. Το συμπέρασμα είναι ότι «η δημόσια εκπαίδευση υφίσταται προσφάτως επιθέσεις από τους υπερμάχους της ιδιωτικοποίησης και της απορρύθμισης (deregulation), οι οποίοι επιθυμούν να δουν τον τομέα της εκπαίδευσης διαλυμένο μέσω της έκθεσής του στα ηλεκτροσόκ του διεθνούς ανταγωνισμού» (σ. 176). Επίσης, Χ. Κάτσικα/Π. Σωτήρη, Η αναδιάρθρωση του ελληνικού πανεπιστημίου, ό.π., σ. 125-129. Στην ίδια θεματική ενότητα βλ. και τη μελέτη των Παναγιώτη Γετίμη και Δημήτρη Ζωντήρου, «Η κινητικότητα των Πανεπιστημίων: η ελληνική και διεθνής εμπειρία», Πανεπιστήμιο, τεύχ. 2, 2000, σ. 25-58.

[4]  Περαιτέρω εξέταση αυτής της θέσης από τον Ευκλείδη Τσακαλώτο, «Ιδιωτικοποίηση και πανεπιστημιακή εκπαίδευση: τι διακυβεύεται;», Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, τεύχ. 11, 1998, σ. 27-53. Βλ. και Σταυρούλας Τσινόρεμα, «Νέα σύνορα στη σχέση δημόσιου και ιδιωτικού στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση», Ο Πολίτης, τεύχ. 118, 2004, σ. 33-39.

[5]  Πρβλ. την «Υπέρ του πανεπιστημίου συνηγορία», στον επίλογο του βιβλίου του ΄Αλκη Ρήγου, Πανεπιστήμιο, ιδεολογικός ρόλος και λόγος, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 2000, σ. 217 επ.

[6] Δηλαδή ακριβώς ό,τι αποφεύγουν συστηματικά οι λεγόμενες δυνάμεις της αγοράς ως ερευνητικό προσανατολισμό.

[7] Βλ. και Δημήτρη Κοτρόγιαννου, «Το Πανεπιστήμιο στην εποχή της “απασχολησιμότητας”: ιστορία, πραγματικότητα και επίφαση», Πανεπιστήμιο, τεύχ. 5, 2002, σ. 61-71.

[8] Βλ. Θεοφάνη Πάκου, «Αξιολόγηση πανεπιστημιακού έργου: θεωρητικά και μεθοδολογικά ζητήματα», Ουτοπία, τεύχ. 41, 2000, σ. 79-101.

[9] Σε ορισμένα κείμενα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατονομάζονται ανοιχτά μερικοί επώνυμοι ενδιαφερόμενοι για παρόμοια εξέλιξη, όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, η Παγκόσμια Τράπεζα, ο Οργανισμός για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη, ως είδος συλλογικού διανοουμένου της διεθνούς επιχειρηματικής τάξης και της εργοδοσίας. Από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξαγγέλλεται expressis verbis ότι η προωθούμενη αξιολόγηση θα αποβλέπει στη μεταρρύθμιση ακόμη και του διδακτικού περιεχομένου προς την κατεύθυνση των «αναγκών της οικονομίας». Κρίνεται επίσης ότι, προκειμένου να είναι αποτελεσματικότερος ο σχετικός εξαναγκασμός, θα πρέπει να ανατίθεται η «αξιολόγηση» σε «όργανα που υπερβαίνουν τα εθνικά σύνορα», υπό τύπον υπερεθνικής, άρα ακατανίκητης, νομοτέλειας απέναντι στις επιμέρους εθνικές κυβερνήσεις και στα πανεπιστημιακά ιδρύματα. Παρόμοια όργανα θα παρακολουθούν τον βαθμό «προσαρμογής» των πανεπιστημίων και των –προφανώς ιδιωτικών– «επαγγελματικών ιδρυμάτων» στις απαιτήσεις της «ελεύθερης οικονομίας». Και με μοχλό την «αξιολόγηση» καθενός ΑΕΙ και καθενός τμήματος, θα προσπαθούν να εξουδετερώσουν τις «ακαδημαϊκές αγκυλώσεις», δηλαδή την όποια τυχόν αντίσταση ή απροθυμία των πανεπιστημιακών να μετατραπούν σε μεταπράτες της γνώσης. Βλ. την τεκμηρίωση του Νίκου Θεοτοκά, «Αξιολόγηση και διασφάλιση ποιότητας. Από το ακαδημαϊκό πανεπιστήμιο στην παραγωγή υπηρεσιών εκπαίδευσης», Ο Πολίτης, τεύχ. 116, 2003, σ. 19, 21.

[10] Αντανακλάσεις αυτής της ιστορικής διαδικασίας στην ελληνική ανώτατη εκπαίδευση αναφέρονται, μεταξύ άλλων, στις μελέτες των Ν. Θεοτοκά, «Εκσυγχρονισμός και ιδεολογικά μέτωπα στο ελληνικό πανεπιστήμιο (1982-2001)» και του Λ. Απέκη, «Η απορρύθμιση της εκπαιδευτικής και ερευνητικής λειτουργίας του πανεπιστημίου και η μεταλλαγή του ακαδημαϊκού και δημόσιου χαρακτήρα του», στον τόμο Ιδεολογικά ρεύματα και τάσεις της διανόησης στη σημερινή Ελλάδα, ό.π., σ. 268-273 και 274-309 αντιστοίχως.

[11] Βλ. περαιτέρω Ηλία Γεωργαντά, «Θεσμικές μεταλλάξεις στο καθεστώς δημόσιας χρηματοδότησης του πανεπιστημιακού έργου», Πανεπιστήμιο, τεύχ. 1, 2000, σ. 5-44.

[12] Εξέταση της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής για την ανώτατη εκπαίδευση γίνεται στο άρθρο Κ. Σταμάτη, «Το Πανεπιστήμιο στη δίνη του νεοφιλελευθερισμού», στον τόμο Δομές και σχέσεις εξουσίας στη σημερινή Ελλάδα, ό.π., σ. 177-198. Επίσης, Χ. Κάτσικα/Π. Σωτήρη, ό.π., κεφ. 1.

[13] Ανάλυση της τελευταίας επιχειρείται, με παραπλήσιο πνεύμα, από τους Θεμιστοκλή Ξανθόπουλο, «Παγκοσμιοποίηση της Αγοράς, Ευρωπαϊκός Χώρος της Ανώτατης Εκπαίδευσης και η Διακήρυξη της Μπολόνια», Πανεπιστήμιο, τεύχ. 3, 2001, σ. 67-90, και Λάζαρο Απέκη, Πανεπιστήμιο, η πολιτική της απορρύθμισης, Εταιρεία πολιτικού προβληματισμού Νίκος Πουλαντζάς, Αθήνα, 2001, σ. 40-46.

[14] Ομόλογες μεταρρυθμιστικές προσπάθειες είχαν αρχίσει βεβαίως ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 στην ηπειρωτική Ευρώπη. Ειδικά για την Ελλάδα βλ. την επισκόπηση των πεπραγμένων στη δεκαετία του 1990 στο Λ. Απέκη, ό.π., σ. 18 επ., και Νίκου Θεοτοκά, «Η προϊούσα υπονόμευση του δημόσιου πανεπιστημίου», Πανεπιστήμιο, τεύχ. 1, 2000, σ. 139-152. Νίκου Πετραλιά, «Οι “μεταρρυθμίσεις” απορρυθμίζουν τον δημόσιο χαρακτήρα του Πανεπιστημίου», Άλφα, Νοέμβριος 1998, σ. 24-29.

[15] Ήδη, με το Σχέδιο Ευρωπαϊκού Συντάγματος εξαγγέλλεται η πρόθεση να απαγορεύεται πλέον και θεσμικά, σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, να επωμισθεί ξανά το κράτος τέτοια λειτουργία. Η Ευρωπαϊκή Ένωση υπόσχεται πρωτίστως «μία ενιαία αγορά», «μία άκρως (sic) ανταγωνιστική κοινωνική οικονομία της αγοράς» –έκφραση βαθύτατα αντιφατική στους όρους που η ίδια χρησιμοποιεί–, «όπου ο ανταγωνισμός είναι ελεύθερος και ανόθευτος» (τίτλος Ι, άρθρο 3). Βλ. Γ. Παπαδημητρίου, ό.π., σ. 31-32. Οι δυνάμεις της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση έπραξαν ακριβώς αυτό που προεξοφλούσε η νεοφιλελεύθερη αντίληψη για το «σύγχρονο» κράτος γενικά. Στο υψηλότερο δυνατό κανονιστικό επίπεδο θέλησαν να κατοχυρώσουν τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής και ανταλλαγής στη νεοφιλελεύθερη εκδοχή του και όχι σε εκείνη του παρεμβατικού κοινωνικού κράτους. Διότι στο πλαίσιο του τελευταίου η καπιταλιστική οργάνωση της οικονομίας μονάχα «μεικτή» μπορεί να είναι και όχι καθαρόαιμη, άκρως ανταγωνιστική, οικονομία της αγοράς.

[16] Το Σχέδιο Ευρωπαϊκού Συντάγματος, στο άρθρο ΙΙ-14, αναγράφει ότι το δικαίωμα στην εκπαίδευση «περιλαμβάνει την ευχέρεια δωρεάν παρακολούθησης της υποχρεωτικής εκπαίδευσης» (υπογράμμιση δική μου). Βλ. Γ. Παπαδημητρίου, ό.π., σ. 83. Εξ αντιδιαστολής προκύπτει ανενδοιάστως η δυνατότητα καθενός κράτους-μέλους να επιβάλει δίδακτρα ήδη από την πρώτη τάξη του λυκείου, άρα κατά μείζονα λόγο και στην ανώτατη εκπαίδευση! Το ίδιο άρθρο καθιερώνει την «ελευθερία ίδρυσης εκπαιδευτικών ιδρυμάτων» αδιακρίτως, άρα και από ιδιώτες.

[17] Για μερικές πρώιμες ενδείξεις αυτής της τάσης βλ. περαιτέρω τα άρθρα των Παναγιώτη Νούτσου, «Πανεπιστήμιο: οι όροι του πλέγματος των σχέσεων εξουσίας», και Γεράσιμου Κουζέλη, «Από τη διδασκαλία στα προγράμματα: γνώση και εξουσία στο σημερινό Πανεπιστήμιο», στον τόμο Δομές και σχέσεις εξουσίας στη σημερινή Ελλάδα, εκδ. Ιδρύματος Σάκη Καράγιωργα, Αθήνα, 2000, σ. 199-203 και 204-209 αντιστοίχως.

[18] Διερεύνηση του θέματος επιχειρεί αντιθέτως η μελέτη των Δημήτρη Σαραφιανού και Πηνελόπης Φουντεδάκη, «Η πανεπιστημιακή διοίκηση στον αστερισμό της παραγωγικότητας», Πανεπιστήμιο, τεύχ. 1, 2000, σ. 45-77.

[19] Η υπόνοια αυτή μεταβάλλεται σε βεβαιότητα, αν κανείς αναγνώσει π.χ. την «έκθεση αξιολόγησης» του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, από εξωτερικούς κριτές, της «Ένωσης Ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων». Η Ένωση αυτή φαίνεται να έχει επωμισθεί σήμερα τον ρόλο να εκλαϊκεύσει την ιδεολογία του αγοραίου πανεπιστημίου «εκ των έσω», με πανεπιστημιακούς ζηλωτές, πρόθυμους για την εν λόγω αποστολή. Βλ. Κ. Σταμάτη, «Για την “έκθεση αξιολόγησης” του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου», Ο Πολίτης, τεύχ. 94, Νοέμβριος 2001, σ. 14 επ.

Σε αυτή την «έκθεση αξιολόγησης» διατυπώνεται χωρίς περιστροφές η κριτική εναντίον της ελληνικής πανεπιστημιακής εκπαίδευσης ότι βαρύνεται με υπερβολική «πληθώρα παικτών» στη λήψη των αποφάσεων, κατά την, τυπικά αγοραία, έκφραση των συντακτών της «έκθεσης»! Και ότι θα έπρεπε η λήψη των αποφάσεων να ανατεθεί σε ένα «συγκεντρωτικό και ιεραρχικό σύστημα διοίκησης», το οποίο θα διαχέει εκ των άνω ένα νέο –ποιο άραγε;– «όραμα» για το συγκεκριμένο ΑΕΙ. Το όραμα αυτό θα οφείλουν να το διαδίδουν οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι «ακόμη και στην αίθουσα διδασκαλίας»!

Ανάμεσα σε άλλα ερωτηματικά που γεννά αυτή η ερεβώδης σύσταση, ας περιορισθούμε στα εξής. Τι δέον γενέσθαι, λόγου χάριν, αν συμβαίνει κάποιοι από τους πανεπιστημιακούς να εμφορούνται από άλλο «όραμα» για την εκπαίδευση; Και, εάν αυτοί αρνηθούν να γίνουν απολογητές του νεοφιλελεύθερου ολοκληρωτισμού, ο διοικητής-εργοδότης τους θα μπορεί άραγε να καταργεί το μάθημά τους ή να ασκεί πειθαρχικό έλεγχο εις βάρος τους και να τους απολύει, διότι «δεν συνεμορφώθησαν προς τας υποδείξεις»; Τι απομένει έτσι από τη συνταγματικά κατοχυρωμένη «ακαδημαϊκή ελευθερία» και την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών στον κατεξοχήν θεσμό που μέχρι σήμερα ήταν –ή καλύτερα θα όφειλε να είναι– συμπυκνωτής και βηματοδότης της ελεύθερης διαπάλης ιδεών και εργαστήριο κριτικής σκέψης;

Για όσους δεν έχουμε απολέσει την ιστορική μνήμη σε αυτόν τον τόπο, έχουμε βιώσει ανάλογο προς το προτεινόμενο «πρότυπο» από τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου 1936 μέχρι και την πτώση της επτάχρονης στρατιωτικής δικτατορίας το 1974. Πρόκειται βεβαίως για τον θεσμοποιημένο αντικομμουνισμό και την ιδεολογία του λεγόμενου ελληνοχριστιανικού πολιτισμού σε ολόκληρη αυτή την περίοδο. Για αντίστοιχες αρνητικές εμπειρίες στη Μεγάλη Βρετανία, ως προς την ακαδημαϊκή ελευθερία εντός «επιχειρηματικού πανεπιστημίου», βλ. τη μελέτη του R. Cowen, «Ακαδημαϊκή ελευθερία, Πανεπιστήμιο και Οικονομία της Γνώσης», ό.π., σ. 3-23. Βλ. περαιτέρω την ανάλυση του Γιάννη Βαρουφάκη, «Η υποχώρηση των ιδεών: Συμπεράσματα από τη βρετανική και την αυστραλιανή εμπειρία με την “αξιολόγηση” του πανεπιστημιακού έργου», στον τόμο Ιδεολογικά ρεύματα και τάσεις της διανόησης στη σημερινή Ελλάδα, ό.π., σ. 43-57.

[20]  Άραγε, για παράδειγμα, υπόδειγμα θα καθίστατο ο Κοντ, ενώ θα εξοστρακιζόταν ο Καντ;

[21] Είτε πρόκειται για αυτούσιες περικοπές από την έκθεση του ΟΟΣΑ είτε για εκλαϊκευτικές εκτιμήσεις του Έλληνα σχολιαστή, πρόκειται πάντως για θέσεις με ταυτόσημη γενική αντίληψη. Σ‘ αυτή δίνεται με συμπυκνωμένο τρόπο η προσβλεπόμενη και εμμέσως επιβαλλόμενη νέα διάταξη ανάμεσα στο Κράτος, τα ΑΕΙ επιχειρηματικού τύπου, τις ανάγκες κερδοφορίας του κεφαλαίου και με την απαραίτητη αναφορά passe-partout στην «κοινωνία της γνώσης».

[22] Με εντελώς ομόρρυθμο πνεύμα εκφράζεται κείμενο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (2003), στο οποίο εκτιμάται ότι «τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, καθώς παρέμειναν για μεγάλο χρονικό διάστημα σχετικά απομονωμένα τόσο από την κοινωνία όσο και σε διεθνές επίπεδο, χάρη στην εξασφαλισμένη χρηματοδότησή τους και το προστατευμένο καθεστώς τους (…), διάβηκαν το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα χωρίς να αμφισβητηθεί ουσιαστικά ο ρόλος τους ή η φύση της συμβολής τους στην κοινωνία. Οι μετατροπές που γίνονται σήμερα και οι οποίες έγιναν πιο έντονες εδώ και δέκα χρόνια εγείρουν το εξής καίριο ερώτημα: Τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια υπό τη σημερινή μορφή και οργάνωσή τους μπορούν να ελπίζουν ότι θα διατηρήσουν στο μέλλον τη θέση τους στην κοινωνία και στον κόσμο;» (υπογράμμιση δική μου). Η περικοπή εκτίθεται στο διαφωτιστικότατο άρθρο του Νίκου Θεοτοκά, «Αξιολόγηση και διασφάλιση ποιότητας», ό.π., σ. 25. Ο απειλητικός τόνος του κατ’ επίφαση ρητορικού ερωτήματος που υποβάλλει το κείμενο είναι εξόφθαλμος.

Παρέμβαση Πρωτοβουλίας Α-Λέκτωρ για το Σχέδιο Νόμου

Πρωτοβουλία Μελών ΔΕΠ

Υπό Αναμονή Τοποθέτησης

 

Υπεύθυνοι επικοινωνίας:

Κάρολος Καβουλάκος

6945957794

Ευγενία Γραμματικοπούλου 6977220995

www.lecture.jimdo.com

email: alectures@gmail.com

 

Αθήνα 25 Ιουλίου 2011

 

 

 

Θέμα:

Παρέμβαση Πρωτοβουλίας Α-Λέκτωρ για το Σχέδιο Νόμου

Το σχέδιο νόμου που κατατέθηκε εν μέσω θέρους στη Βουλή, χωρίς ουσιαστικό διάλογο και παρά τις σφοδρές αντιδράσεις της πανεπιστημιακής κοινότητας, δεν αποσκοπεί στην επίλυση των παραδεδεγμένων προβλημάτων του ελληνικού Πανεπιστημίου. Απεναντίας, ως στόχο του έχει τη μετάλλαξή του προς μια κατεύθυνση που εναντιώνεται στην ίδια την έννοια του Πανεπιστημίου, έτσι όπως μάς έχει κληροδοτηθεί τόσο από την ευρωπαϊκή, διαφωτιστική παράδοση, όσο και από τους αγώνες για τον εκδημοκρατισμό της ελληνικής κοινωνίας, εντός και εκτός Πανεπιστημίου.

Πιο συγκεκριμένα, το σχέδιο νόμου τοποθετείται στον αντίποδα στοιχειωδών αντιλήψεων περί επιστημονικής πειθαρχίας, έρευνας και γνώσης: καταργεί επί της ουσίας τα Τμήματα που θεραπεύουν συγκεκριμένες επιστήμες και τους Τομείς που αντιστοιχούν σε επιμέρους γνωστικές περιοχές· ανάγει τη Σχολή στη βασική ακαδημαϊκή μονάδα· επιβάλλει τη λογική του εξατομικευμένου για κάθε φοιτητή και φοιτήτρια συνδυασμού πιστωτικών μονάδων· τέλος, εξωθεί σε μείωση του χρόνου υποχρεωτικής φοίτησης. Παράλληλα, το σχέδιο νόμου καταστρέφει το ενιαίο πτυχίο που συνεπάγεται ίσα επαγγελματικά δικαιώματα για τους/τις απόφοιτους/ες ομοειδών Tμημάτων. Η αποσύνδεση των προπτυχιακών από τις μεταπτυχιακές σπουδές, μέσω της δημιουργίας ξεχωριστών Σχολών για τις τελευταίες, προοικονομεί τον περαιτέρω κατακερματισμό και συνεπώς την αποσάθρωση της παραγόμενης και παρεχόμενης επιστημονικής γνώσης.

Παρατηρείται ότι οι αξίες της δημοκρατίας και της δημοσιότητας, επίσης συστατικές της προαναφερθείσας παράδοσης, θεωρούνται πλέον παρωχημένες. Αντί αυτών, και στο όνομα μιας ασαφούς έννοιας «κοινωνικής λογοδοσίας», προτείνεται ένα υπερσυγκεντρωτικό και αδιαφανές μοντέλο διοίκησης με συσσώρευση ακαδημαϊκών και διοικητικών εξουσιών σε εξωπανεπιστημιακούς παράγοντες, ως «προσόντα» των οποίων αναγνωρίζονται αοριστολογικά η «διάκριση […] στην κοινωνική, οικονομική ή πολιτιστική ζωή […] και η γνώση και εμπειρία από θέση ευθύνης». Η πανεπιστημιακή κοινότητα, από συλλογικότητα ομοίων –που διακρίνονται μεταξύ τους λόγω της ερευνητικής και διδακτικής τους εμπειρίας– μετατρέπεται σε μια ιδιαίτερα αυταρχική δομή. Εξάλλου, η άμιλλα μεταξύ συναδέλφων αντικαθίσταται από τον επιβεβλημένο ανταγωνισμό σε έναν αγώνα δρόμου για την εξασφάλιση πιστοποίησης και κονδυλίων. Ο χρόνος της σκέψης και της έρευνας, ο χρόνος του αναστοχασμού και της γραφής θεωρούνται περιττοί. «Ο χρόνος είναι χρήμα»: η ύψιστη αρχή της αγοράς έρχεται τώρα να αλώσει και το Πανεπιστήμιο. Αφού η Πολιτεία αποσύρεται από την υποχρέωση επαρκούς χρηματοδότησης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, το Πανεπιστήμιο είτε θα είναι ανταποδοτικό σύμφωνα με τους όρους της αγοράς είτε δεν θα υπάρχει. Και στην πρώτη περίπτωση, όμως, θα έχει πάψει να είναι Πανεπιστήμιο, δηλαδή χώρος ελεύθερης παραγωγής και μετάδοσης γνώσης καθώς και άσκησης της κριτικής σκέψης.

Το πνεύμα του σχεδίου νόμου χαρακτηρίζεται επίσης από τη κατασυκοφάντηση των πανεπιστημιακών λειτουργών και του έργου που έχει επιτελέσει το υποτιμητικά αποκαλούμενο «Πανεπιστήμιο της μεταπολίτευσης». Όπως και η συντονισμένη προπαγάνδα που προετοίμασε την επεξεργασία του και εξακολουθεί να το συνοδεύει, έτσι και το σχέδιο νόμου καθαυτό εδράζεται στην ανυπόστατη θέση σύμφωνα με την οποία το Πανεπιστήμιο όπου σπουδάσαμε οι περισσότεροι από εμάς και μάς έδωσε τα εφόδια για να συνεχίσουμε –είτε στην Ελλάδα είτε στο εξωτερικό–, οι καθηγητές από τους οποίους διδαχτήκαμε, οι συνάδελφοι που μας εξέλεξαν, και συνεπώς εμείς οι ίδιοι οι υπό διορισμό πανεπιστημιακοί είμαστε επιστημονικά και ηθικά ανάξιοι, οκνηροί, απομονωμένοι από τη διεθνή επιστημονική πραγματικότητα. Δεν μπορούμε να δεχτούμε αυτή την απαξίωση, ούτε την εκ προοιμίου απόρριψη της επιστημονικής παραγωγής στην ελληνική γλώσσα ως κατώτερης.

Εξίσου απαράδεκτο είναι το γεγονός ότι, σε μια περίοδο βαθύτατης οικονομικής κρίσης, η οποία έχει πλήξει το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής κοινωνίας, επιδιώκεται η δραστική μείωση του αριθμού των φοιτητών/τριών, η κακώς εννοούμενη εντατικοποίηση των σπουδών και η μετακύλιση του κόστους τους στην ελληνική οικογένεια. Για τους/τις φοιτητές/τριες μας διεκδικούμε συνθήκες σπουδών καλύτερες και όχι χειρότερες από τις δικές μας. Διεκδικούμε δωρεάν προπτυχιακές και μεταπτυχιακές σπουδές, σίτιση και στέγαση, άρτιες βιβλιοθήκες και εξοπλισμένα εργαστήρια, δωρεάν συγγράμματα, αύξηση και όχι κατάργηση των υποτροφιών ή αντικατάστασή τους από δάνεια που θα ωφελούν μόνο τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

Η πολιτική ηγεσία διατείνεται πως το σχέδιο νόμου προάγει τη συνταγματικά κατοχυρωμένη δημόσια και δωρεάν πανεπιστημιακή παιδεία, και διασφαλίζει το αυτοδιοίκητο του Πανεπιστημίου. Όπως ωστόσο γνωρίζουμε, η διαμάχη γύρω από τις λέξεις είναι μια διαμάχη γύρω από τα πράγματα. Δεν μπορούμε να δεχτούμε το σχέδιο νόμου διότι, βασιζόμενο στη συστηματική διαστρέβλωση του νοήματος των λέξεων αυτών, καθυποτάσσει το Πανεπιστήμιο σε λογικές αλλότριες προς τον σκοπό του, ετοιμάζοντας έτσι την καταστροφή του.

            Η συντονιστική επιτροπή

Ποιο είναι το «καλό» πανεπιστήμιο

Ποιο είναι το «καλό» πανεπιστήμιο

Του ΙΩΑΝΝΗ Δ. ΠΑΝΤΗ Καθηγητή Οικολογίας και αντιπρύτανη ΑΠΘ

 

Σε περιόδους πολιτικών, οικονομικών, πολιτισμικών και κοινωνικών κρίσεων εμφανίζονται λέξεις γενικής αποδοχής, αθώες κατά τεκμήριο, για να σηματοδοτήσουν το νέο που έρχεται κρύβοντας, ή καλύτερα συχνά αναιρώντας, άλλους ιδεολογικά φορτισμένους επιθετικούς προσδιορισμούς.

 

Το «καλό» πανεπιστήμιο αποτελεί μια τέτοια περίπτωση, αφού αναδύεται μέσα από την οικονομική και πολιτική κρίση για να εξοβελίσει στο πυρ το εξώτερον το απαξιωμένο από το υπουργείο Παιδείας «κακό» πανεπιστήμιο.

 

Ετσι, η αέναη μάχη του «καλού» με το «κακό», άλλη μια φορά, θα δικαιωθεί αν αποφασίσουμε όλα τα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας να θυσιάσουμε τα «ταπεινά» ένστικτά μας. Οταν η εκπαίδευση, και γενικότερα η παιδεία, αποϊδεολογικοποιούνται και μετατρέπονται σε αρχετυπικές ηθικές κατηγορίες του τύπου «καλό» ή «κακό», τότε όλοι δικαιούμαστε να είμαστε υποψιασμένοι ως προς τη χρησιμότητα αυτών των ηθικών κατηγοριοποιήσεων. Μήπως μέσα από την αθώα απλοϊκότητά τους οδηγούν στην πλήρη δαιμονοποίηση της άλλης άποψης με κύριο σκοπό την ενοχοποίηση και την ηθική καταδίκη όλων εκείνων που υπηρετούν το άλλο, «κακό» πανεπιστήμιο;

 

Τα τελευταία 100 χρόνια η συζήτηση για την εκπαίδευση σε επιστημονικό, πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο έχει προχωρήσει σε πολύ μεγαλύτερο βάθος από μια τέτοιου τύπου μανιχαϊστική προσέγγιση. Πράγματι, έχουν διατυπωθεί εκλεπτυσμένες και εμπεριστατωμένες αναλύσεις για το πανεπιστήμιο, που περιγράφουν πολλαπλά δίπολα: το δημόσιο σε αντίθεση με το ιδιωτικό πανεπιστήμιο, το ακαδημαϊκό με το αγοραίο, το συμμετοχικό με το αυταρχικό, το δημοκρατικό με το ολιγαρχικό κ.ο.κ.

 

Οταν δεν θέλει κάποιος σήμερα να λάβει υπόψη του την ιστορική διαδρομή της συζήτησης αυτής, ή όταν νομίζει ότι σήμερα βρισκόμαστε στο τέλος της ιστορίας και οφείλουμε να τη διαγράψουμε, τότε προσδιορίζει το πανεπιστήμιο με έναν ουδέτερο χαρακτηρισμό, μια λέξη-«μάσκα», προσπαθώντας να κρύψει τις ιδεολογικά και πολιτικά συμφραζόμενες έννοιες που το συνοδεύουν.

 

«Δεν είναι το δημοκρατικό πανεπιστήμιο απαραιτήτως και καλό», εισηγούνται κάποιοι νεο-ηθικιστές, και αυτό είναι αλήθεια. Αλλά αλήθεια που αποσιωπάται είναι επίσης το ότι δεν μπορεί να υπάρξει καλό πανεπιστήμιο αν δεν είναι δημοκρατικό και ακαδημαϊκό. Ενα μη δημοκρατικό πανεπιστήμιο δεν μπορεί να εγγυηθεί την ελευθερία της έρευνας και της διδασκαλίας και φυσικά δεν μπορεί να εγγυηθεί την ανεξαρτησία του από ξένα προς αυτό κέντρα εξουσίας (πολιτικά, οικονομικά, θρησκευτικά κ.λπ.).

 

Ενα μη δημοκρατικό πανεπιστήμιο, όπως αυτό που επιχειρεί το σχέδιο νόμου να επιβάλει ερήμην της πανεπιστημιακής κοινότητας, που κυριαρχείται από 7 «τυράννους» και 7 εξωτερικούς φίλους τους, είναι εκείνο που, χωρίς θεσμικά αντίβαρα λογοδοσίας, θα μπορούσε να μετατραπεί εύκολα από δημόσιο σε ιδιωτικό και από ακαδημαϊκό σε αγοραίο φτάνει να είναι «καλό», με όρους κυρίως οικονομικής αποτελεσματικότητας. Ετσι, καθώς θα μοιάζει στη μορφή και τη λειτουργία όλο και περισσότερο με Ανώνυμη Εταιρεία, τόσο θα χάνει τα ακαδημαϊκά χαρακτηριστικά του εστιάζοντας στην κατάρτιση, στις δεξιότητες, τα ταχύρρυθμα προγράμματα σπουδών και τα κάθε λογής συμπληρώματα γνώσης.

 

Το «καλό» πανεπιστήμιο χωρίς δημοκρατία, ακαδημαϊκότητα, λογοδοσία και συμμετοχικότητα έρχεται να νομιμοποιήσει, δυστυχώς, έπειτα από 37 χρόνια, το χουντικό πανεπιστήμιο των αλήστου μνήμης κυβερνητικών επιτρόπων, οι οποίοι επανέρχονται ως πιθανό σενάριο στις μεταβατικές διατάξεις του νέου σχεδίου νόμου. Ας αναστοχαστούμε, λοιπόν, όλοι οι ακαδημαϊκοί δάσκαλοι ως δημόσιοι λειτουργοί, τον ρόλο που είχαμε στο παρελθόν και αυτόν που θέλουμε να έχουμε στο μέλλον. Ας αποφασίσουμε πώς θα απαντήσουμε στα ιστορικά ερωτήματα για το πανεπιστήμιο του σήμερα προς όφελος του δημόσιου αγαθού της παιδείας.

 

Ας σκεφτούμε, τέλος, γιατί μας φαίνονται τόσο μακρινά σήμερα όσα αταλάντευτα υποστήριζαν μεταξύ άλλων, οι αείμνηστοι Μάνεσης και Μανωλεδάκης για το δημόσιο, ακαδημαϊκό, συμμετοχικό και δημοκρατικό πανεπιστήμιο, ως απαραίτητο στοιχείο της αδέσμευτης έρευνας και της ελεύθερης παιδείας, καθώς, επίσης, και της διαμόρφωσης δημοκρατικών πολιτών με αυξημένο αίσθημα κοινωνικής ευθύνης.