Απόσπασμα σε χειρόγραφη (μη τελική) μορφή από το βιβλίο: Κώστα Σταμάτη, Η αβέβαιη «κοινωνία της γνώσης», εκδ. Σαββάλας, Αθήνα, 2005, σ. 234-247.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ:
ΟΟΣΑ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΟΗΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΩΤΑΤΗ ΠΑΙΔΕΙΑ
Οι ανησυχίες που εκφράζονται στα προηγούμενα κεφάλαια ως προς τα περιεχόμενα και τον προσανατολισμό της παιδείας προλαμβάνονται από ένα κείμενο συστάσεων, ψηφισμένο από την ολομέλεια του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών το 1997[1], για το καθεστώς που διέπει το διδακτικό προσωπικό και γενικότερα σχετικά με την αποστολή του σύγχρονου πανεπιστημίου. Το κείμενο αυτό ενσωματώνει επίσης την παγκόσμια διακήρυξη της UNESCO για την πανεπιστημιακή εκπαίδευση στον 21ο αιώνα. Περιορίζομαι να αναφέρω τα κατά τη γνώμη μου σπουδαιότερα σημεία αυτού του αξιόλογου κειμένου και να τα φέρω σε αντιπαράθεση με ανάλογα σημεία μίας έκθεσης του Οργανισμού για την Οικονομική Συνεργασία και την Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ)[2].
Κατ’ αρχάς μία προεισαγωγική παρατήρηση. Δεν είναι η πρώτη φορά κατά την οποία κάποια γενική τοποθέτηση του ΟΗΕ έρχεται σε δυσαρμονία ή και αντίθεση με ανάλογες τοποθετήσεις μεγάλων διεθνών οικονομικών οργανισμών γύρω από κάποιο ζήτημα ευρύτερου ενδιαφέροντος. Κάτι αντίστοιχο έχει γίνει επίσης με το διεθνές πρωτόκολλο του Μόντρεαλ για τη βιοασφάλεια (2000), το οποίο κινείται σε γενικές γραμμές σε μία κατεύθυνση αντίθετη προς αυτή των άοκνων προσπαθειών του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου για την «απελευθέρωση» του εμπορίου.
Αυτό εξηγείται κατά βάση από τη διαφορετική αποστολή τους, καθώς και από το γεγονός ότι οι εκπρόσωποι των κρατών στον ΟΗΕ ενεργούν χωρίς να τελούν κάτω από διαρκείς πιέσεις μεγάλων επιχειρηματικών συμφερόντων, όπως αντιθέτως συμβαίνει με το προσωπικό των διεθνών οικονομικών οργανισμών. Για τον λόγο αυτό οι εκπρόσωποι των χωρών στον ΟΗΕ μπορούν να σκέπτονται ευκολότερα με όρους γενικού συμφέροντος. Αντιθέτως, το προσωπικό των διεθνών οικονομικών οργανισμών έχει την τάση να προσεγγίζει λίγο πολύ όλα τα ζητήματα του συλλογικού βίου ως αμιγώς οικονομικά προβλήματα και μάλιστα μέσα από την ειδική οπτική γωνία της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης[3].
Χρήσιμο είναι να θυμόμαστε ότι ο ΟΗΕ ιδρύθηκε την επαύριο της ανθρωποσφαγής του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με νωπή τη νίκη του αντιφασιστικού αγώνα, με πνεύμα ανθρωπιστικό, αντιπολεμικό και διεθνούς συνεργασίας μεταξύ όλων των χωρών, πλούσιων και φτωχών. Αντιθέτως, ο ΟΟΣΑ ιδρύθηκε αργότερα, με πρωτοβουλία των ΗΠΑ, για να αποτελέσει έναν όμιλο εύπορων καπιταλιστικών χωρών, κάτι σαν το οικονομικό αντίστοιχο του ΝΑΤΟ απέναντι στο αντίπαλο στρατόπεδο των χωρών του λεγόμενου τότε υπαρκτού σοσιαλισμού.
1. Η Ευρωπαϊκή ΄Ενωση αντιμάχεται το πρότυπο του ΟΗΕ για καλή εκπαίδευση
Α. Σύμφωνα λοιπόν με τις συστάσεις του ΟΗΕ προς τα κράτη-μέλη, ορίζεται σαφώς ότι η πανεπιστημιακή εκπαίδευση στοχεύει πρωτίστως «στην ανάπτυξη του ανθρώπου και την πρόοδο της κοινωνίας». Η χρηματοδότησή της αποτελεί δημόσια επένδυση, με δημόσιες προτεραιότητες. Τα αποτελέσματά της πρέπει να γνωστοποιούνται στο κοινό και να αποτελούν αντικείμενο τακτικής αξιολόγησης, αλλά με βάση ουσιαστικά ποιοτικά κριτήρια, που αναφέρονται παρακάτω, και όχι με ποσοτικοποιημένα ή αγοραία κριτήρια, τα οποία προσιδιάζουν σε εμπορικές επιχειρήσεις.
Καθοριστικός παραμένει ο ρόλος του Κράτους στη χρηματοδότηση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης ως δημόσιου αγαθού[4]. Διακηρύσσεται συγχρόνως η διοικητική και εκπαιδευτική αυτονομία των ΑΕΙ απέναντι στην κρατική εξουσία, καθώς και η συμμετοχή του διδακτικού προσωπικού στα όργανα διοίκησης των ιδρυμάτων. Η διοίκηση των πανεπιστημίων χρειάζεται να συνδυάζει κοινωνικό όραμα, περιλαμβανομένης και της κατανόησης παγκόσμιων προβλημάτων, συγχρόνως με μέριμνα για την ανάπτυξη υψηλών διοικητικών ικανοτήτων.
Δεν απορρίπτεται η ιδέα ιδιωτικών μεν αλλά πάντως οπωσδήποτε μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση κρίνεται ότι η ανώτατη εκπαίδευση αποβλέπει να εκπαιδεύσει υψηλής ποιότητας επιστήμονες και υπεύθυνους πολίτες. Οφείλει να καλλιεργεί γνωστικά αντικείμενα ανοιχτά σε αναπροσαρμογή τους στις παρούσες και τις μελλοντικές ανάγκες της κοινωνίας, δηλαδή να νοιάζεται για τους βασικούς όρους αναπαραγωγής της κοινωνίας με τρόπους αντίστοιχους προς την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και όχι, για παράδειγμα, να ευθυγραμμίζεται volens nolens στις ανάγκες κερδοφορίας των επιχειρήσεων. Κρίσιμη παράμετρος της κοινωνικής αποστολής της πανεπιστημιακής παιδείας είναι η συμβολή της στην αυτοσυντηρούμενη οικονομική ανάπτυξη, επίσης όμως στη γενικότερη κοινωνική και πολιτιστική ανάπτυξη. Η αποστολή αυτή ισχύει ενιαίως και αδιακρίτως αν πρόκειται για δημόσια ή «ιδιωτικά» πανεπιστήμια.
Η τριτοβάθμια εκπαίδευση αντιλαμβάνεται τους νέους ως υπεύθυνους πολίτες με ενεργό συμμετοχή στα κοινωνικά δρώμενα, με παγκόσμια αντίληψη για τα πράγματα, με δημιουργική ικανότητα. Άρα, όχι ως καταναλωτές και πελάτες εκπαιδευτικών υπηρεσιών, παθητικούς πολίτες, αδιάφορους για την οικουμένη και τα δεινά των άλλων. Εργάζεται με προσήλωση στην αειφόρο –όχι οποιαδήποτε– ανάπτυξη, στη δημοκρατία και την ειρήνη, μέσα σε ένα δίκαιο –όχι κατ’ ανάγκην ανταγωνιστικό– κοινωνικό περιβάλλον. Η ανώτατη παιδεία οφείλει να βοηθά στην κατανόηση, την ερμηνεία, τη διατήρηση, την ενίσχυση, την προώθηση και τη διάχυση τοπικών, εθνικών, διεθνών και ιστορικών πολιτισμών, σε ένα περιβάλλον πολιτισμικής ποικιλίας και διαφορετικότητας.
Οφείλει ακόμη να συμβάλλει στην προστασία και την ενδυνάμωση των αξιών που συνθέτουν τη βάση των δημοκρατικών πολιτευμάτων. Να διαπλάθει κριτικές και απροκατάληπτες προοπτικές για τη χάραξη κοινών στοχεύσεων με διεθνή διαβούλευση και συνεργασία, με πνεύμα ανθρωπιστικό, για την ικανοποίηση πραγματικών κοινωνικών και πολιτιστικών αναγκών των ανθρώπων και των λαών.
Τα πνευματικά και τα πολιτιστικά αποτελέσματα της έρευνας πρέπει να χρησιμοποιούνται προς όφελος της ανθρωπότητας και να προστατεύονται από πιθανές καταχρηστικές εφαρμογές. Η έρευνα πρέπει να ενθαρρύνεται σε όλα τα γνωστικά αντικείμενα, περιλαμβανομένων των κοινωνικών επιστημών και των επιστημών του ανθρώπου, χωρίς να επιδεικνύεται μονόπλευρη εύνοια στις τεχνολογικές σπουδές. Υπό προϋποθέσεις δέχεται ότι τα ΑΕΙ μπορούν να αναζητούν υλική και οικονομική στήριξη και από δημόσιους και από ιδιωτικούς φορείς, κυρίως υπό τον όρο να μη θίγεται ο χαρακτήρας τους ως μορφωτικών θεσμών.
Η ανώτατη εκπαίδευση αξιολογείται εν γένει με γνώμονα την προσφορά της στην κοινωνία, με σταθμίσεις ηθικού χαρακτήρα. Με κριτικό πνεύμα, αλλά και πολιτική ουδετερότητα απέναντι στον τρέχοντα κομματικό ανταγωνισμό[5]. Με καλή γνώση των προβλημάτων της κοινωνίας και του κόσμου της εργασίας, έτσι ώστε να δημιουργείται μία μακροπρόθεσμη στρατηγική κοινωνικών προτεραιοτήτων και ικανοποίησης καλώς νοούμενων προσδοκιών των ανθρώπων, με σεβασμό του πολιτισμού και του περιβάλλοντος. Οφείλει να δίνει βαρύτητα σε δραστηριότητες που αποσκοπούν στην καταπολέμηση της ανέχειας, της πείνας, του αναλφαβητισμού, της βίας, της περιβαλλοντικής υποβάθμισης και των ασθενειών[6].
Τονίζεται επίσης ότι πρέπει να αναπτυχθεί πολύμορφη διασύνδεση των πανεπιστημίων με τον χώρο της εργασίας, με μεγαλύτερη συμμετοχή του και στην ίδια τη διοίκηση των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Αφού αυτά παρέχουν και επαγγελματική εκπαίδευση, οφείλουν οπωσδήποτε να λαμβάνουν υπ’ όψιν και τις τάσεις στην αγορά εργασίας, αλλά υπό το πρίσμα των απαιτήσεων της εργασίας και της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας και πάλιν όχι, ας πούμε, με κριτήριο τις επιθυμίες της εργοδοσίας, ενδεχομένως για άβουλο και «απασχολήσιμο» εργατικό δυναμικό[7].
Β. Η κυρίαρχη πολιτική αντίληψη στην Ευρωπαϊκή Ένωση κινείται σε αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν που υιοθετεί ο ΟΗΕ για την ανώτατη παιδεία. Σε γενικές γραμμές προκρίνει κριτήρια κέρδους-ζημίας, οικονομικώς αποτιμήσιμα, σε κάθε έκφανση πανεπιστημιακής λειτουργίας. Τα μόνα κριτήρια «αξίας» που δέχεται η αντίληψη αυτή είναι αυτά της ατιθάσευτης λειτουργίας της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής και ανταλλαγής. Ένας από τους στόχους της «αξιολόγησης» των ευρωπαϊκών τριτοβάθμιων ιδρυμάτων[8] είναι ακριβώς να δοθεί η δυνατότητα σε ιδιώτες να γνωρίζουν από πριν πόσο «μετράει» το πανεπιστημιακό τμήμα στο οποίο προτίθενται να διαθέσουν χρήματα, για δικούς του σκοπούς ο καθένας, είτε ως επενδυτής είτε ως «πελάτης». Ομοίως για τους ιδιώτες που θα σκέπτονταν να προσλάβουν, ως εργοδότες, αποφοίτους καθενός πανεπιστημιακού τμήματος χωριστά.
Υπό τις συνθήκες αυτές η δήθεν επιδιωκόμενη διασφάλιση ποιότητας αποσχετίζεται τελείως από επιστημονικά και βεβαίως ποιοτικά κριτήρια ακαδημαϊκού χαρακτήρα. Αποβαίνει συνώνυμη της ζήτησης εκπαιδευτικών υπηρεσιών και επαγγελματικών δεξιοτήτων, ζήτηση που θα κυμαίνεται από το ένα πανεπιστημιακό τμήμα στο άλλο[9]. Το κράτος θα αρκείται να πιστοποιεί ότι οι φορείς που προσφέρουν εκπαιδευτικές υπηρεσίες θα έχουν αντίκρισμα στην «αγορά».
Καίρια παρελκόμενα αυτής της αγοραίως ωφελιμιστικής αφετηρίας είναι: α) Η εξάρτηση της χρηματοδότησης της ανώτατης παιδείας όχι μόνον από τον κρατικό προϋπολογισμό, αλλά και από ιδιωτικά οικονομικά συμφέροντα. Η κρατική εξουσία, από τη δική της πλευρά, τείνει να χρηματοδοτεί όχι ένα ενιαίο σύστημα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, αλλά πληθώρα επιμέρους εκπαιδευτικών «δράσεων», σε ξεχωριστές συμφωνίες με καθένα ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα.
β) Η λειτουργία της γνώσης ως δραστηριότητας που αποτιμά τα πάντα σύμφωνα με την άτεγκτη λογική οικονομικών υπολογισμών, με σταθμίσεις προσφοράς και ζήτησης εκπαιδευτικών υπηρεσιών. Εν όψει παρόμοιων κριτηρίων η ίδια η ενδοπανεπιστημιακή –και όχι μόνο– δημοκρατία οράται ως χρονοβόρα και οχληρή διαδικασία. Η εξουσία ανασυγκροτείται μέσα στα πανεπιστημιακά τμήματα σε ολιγαρχική βάση νέας μορφής. Συγκεντρώνεται πραγματικά και συμβολικά γύρω από εκείνους που φέρνουν οικονομικούς πόρους, αναγκαίους για την επιβίωση και το γόητρο των πανεπιστημιακών τμημάτων. Η επιστημονική αξία και η ακαδημαϊκή προσφορά υποκαθίστανται από την πολυπραγμοσύνη των καθηγητών(;)-managers διάφορων ερευνητικών προγραμμάτων.
γ) Η εμφανής πτώση της ποιότητας των βασικών σπουδών. Οι δραστηριότητες του προσωπικού στρέφονται σε έρευνα εξαργυρώσιμη στις οικονομικές διαδικασίες, με την ευρεία έννοια του όρου. Το φαινόμενο αυτό συνδυάζεται με εκτεταμένη ετεροαπασχόληση κάθε είδους των πανεπιστημιακών δασκάλων, σε συνδυασμό με την εσκεμμένη καθήλωση των αμοιβών τους. Η ίδια η ζωντανή διδασκαλία, δηλαδή η βασική μαθησιακή διαδικασία, υποβαθμίζεται σε πρωτοφανή βαθμό στην ιστορία του Πανεπιστημίου από της καταβολής του και τυποποιείται.
δ) Η υποσκέλιση γνωστικών αντικειμένων και ολόκληρων τμημάτων –ιδίως στις επιστήμες του ανθρώπου– με αιτιολογικό ότι «δεν πωλούν», άρα προκαλούν ελλείμματα. Οπότε οι βασικές επιστήμες από τις οποίες θα ήταν δυνατή η καλλιέργεια κοινωνικής συνείδησης και κριτικής τίθενται υπό δυσμένεια, τελματώνουν. Γίνεται φανερό ότι ο κατάλογος των δυσμενών συνεπειών μπορεί να μακρύνει πολύ ακόμη[10].
2. ΟΟΣΑ εναντίον του Πανεπιστημίου
Περίπου στον αντίποδα των αξιακών δεσμεύσεων του ΟΗΕ για την πανεπιστημιακή εκπαίδευση και την έρευνα κινούνται και οι θέσεις του ΟΟΣΑ. Είναι χαρακτηριστική η ψευδοπεριγραφική εκφορά του λόγου σε αυτές, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για σειρά από επιθυμητές μεταβολές, δηλαδή για desiderata και ευδιάκριτες υποδείξεις.
Για να κατανοήσουμε πώς οι κρατούντες διεθνώς αντιλαμβάνονται την ανώτατη εκπαίδευση, με πρόσχημα την αναδυόμενη «κοινωνία της γνώσης», ας ρίξουμε μία ματιά σε μία άκρως διαφωτιστική έκθεση του ΟΟΣΑ, του 1998. Εκ πρώτης όψεως το κείμενο προβαίνει σε μία σειρά από εμπειρικές παρατηρήσεις. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, περνά πιεστική «γραμμή» στις κυβερνήσεις για εκθεμελίωση της παιδείας στο σύνολό της.
Το κείμενο του ΟΟΣΑ ξεκινά, λοιπόν, από ένα εμπειρικά διαπιστώσιμο γεγονός, ότι δηλαδή η κρατική χρηματοδότηση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και έρευνας πράγματι μειώνεται. Τούτο βεβαίως δεν συντελείται αφεαυτού, αλλά με πολιτικές αποφάσεις εκ των άνω και σε προφανή αντίθεση, ας σημειωθεί με την ευκαιρία, προς ό,τι επιζητούν επ’ αυτού οι «συστάσεις του ΟΗΕ για την ανώτατη εκπαίδευση». Αυτό όμως καθόλου δεν απασχολεί, βεβαίως, τους συντάκτες της έκθεσης αυτής. Η έκθεση του ΟΟΣΑ εισηγείται, εν συνεχεία, μία δέσμη μεταβολών που ανατρέπουν συνολικά την αποστολή και τη λειτουργία των πανεπιστημίων με απερίφραστο και κυνικό τρόπο. Με δικά μας λόγια, η οδηγήτρια ιδέα είναι περίπου: «κόψτε τη δημόσια χρηματοδότηση των ΑΕΙ και όλα τα άλλα θα επέλθουν αλυσιδωτά, όση αντίσταση κι αν προβάλουν τα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας»[11].
Το κείμενο του ΟΟΣΑ επεκτείνεται μάλιστα σε μία γενικότερη εκτίμηση, μία αξιωματική λήψη θέσης κατ’ ουσίαν, ότι δηλαδή οι μεταβολές αυτές αντιστοιχούν σε μία ευρύτερη αλλαγή ως προς την αποστολή και τη λειτουργία του κράτους εν γένει. Πρόκειται για μία συνεκτική νεοφιλελεύθερη αντίληψη, πλήρως αναιρετική της φυσιογνωμίας όχι μόνο της ανώτατης εκπαίδευσης[12] αλλά και του ίδιου του κράτους. Ακριβώς με το ίδιο πνεύμα που διαπερνά και τη Διακήρυξη της Μπολόνια (1999)[13]. Η γραμμή του ΟΟΣΑ «πέρασε» αποτελεσματικά στον ευρωπαϊκό χώρο, όπως φάνηκε από τις εξελίξεις που επακολούθησαν[14].
1. «Οι κρατικές επιχορηγήσεις προς τα πανεπιστήμια μειώνονται. Η μεταβολή αυτή δεν θεωρείται απλή παροδική συγκυρία, αλλά δομική μεταβολή της έννοιας και της λειτουργίας του κράτους στο πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς». Εδώ το κείμενο διατυπώνει μία θέση ανοιχτά πολιτική, εμμέσως αλλά σαφέστατα εχθρική σε κάθε πολιτικό πρόγραμμα για αναστήλωση του κοινωνικού κράτους και με την αντίστοιχη μέριμνα για ισχυρή δημόσια παιδεία. Για να μην μπορέσει, ακριβώς, το κράτος να ανακτήσει θεσμική ισχύ, προκειμένου να αναλάβει εκ νέου τέτοια λειτουργία, προεξοφλείται ιδεολογικά[15] ότι «δομικά» έχει ήδη καταστεί «ελάχιστο» κράτος.
2. «Τα πανεπιστήμια προσπαθούν να αντισταθμίσουν την οικονομική στενότητα με συμμαχίες και συμπράξεις με τις επιχειρήσεις και τη βιομηχανία, με τη βοήθεια καινοτομικών πρωτοβουλιών και με την προβολή των εκπαιδευτικών και επιχειρηματικών τους υπηρεσιών».
3. «Κρατικές επιχειρήσεις και υπουργεία προσπαθούν να διαμορφώσουν και να ομογενοποιήσουν τα προγράμματα σπουδών και να τυποποιήσουν το έργο των διδασκόντων, με ταυτόχρονη μεταφορά του κόστους σπουδών στους φοιτητές». Τι σημαίνουν αυτά; Τη γενικευμένη επιβολή διδάκτρων και τη μετάπτωση του φοιτητικού πληθυσμού σε χρήστες εκπαιδευτικών υπηρεσιών και καταναλωτές[16].
Όσο για την «τυποποίηση του διδακτικού έργου», αυτή θέτει απλώς εκποδών την κριτική σκέψη και εντέλει κάθε αυθεντική γνώση, η οποία, βεβαίως, είναι αδύνατον να τυποποιείται ή να ανακόπτεται! Είναι επομένως απορίας άξιο: Τι είδους συμβολή, άραγε, σε «κοινωνία της γνώσης» καλούνται να προσφέρουν τα πανεπιστήμια, όταν συγχρόνως εξωθούνται σώνει και καλά να «τυποποιήσουν» τη διδασκαλία, άρα και την ίδια την παρεχόμενη γνώση;
Ενδεχομένως η «τυποποίηση του διδακτικού έργου» νοείται ως τρόπος για την αντικατάσταση της ζωντανής διδασκαλίας με μηχανικά μέσα μετάδοσης της γνώσης. Αλλά, και πάλι, τι είδους αλληλεπίδραση μπορεί να υπάρξει ανάμεσα στον εκπαιδευόμενο και το μηχάνημα, πέρα από μηχανική μετάδοση συσσωρευμένων πληροφοριών; Μπορεί να υπάρξει αληθινή μορφωτική διαδικασία με μηχανική μετάδοση και πρόσληψη στοιχείων γνώσης, δίχως ανταλλαγή προβληματισμού και χωρίς δυνατότητα κριτικού ελέγχου και συνολικής επόπτευσης σε οποιοδήποτε γνωστικό αντικείμενο;
5. «(…) Παρατηρείται η ενίσχυση του πλέγματος διοίκησης σε βάρος των διδασκόντων, οι οποίοι και χάνουν συνεχώς την ισχύ τους ως προς τη διοίκηση του ιδρύματος». Σε ποιους άραγε μεταφέρεται η ισχύς που αφαιρείται από τους διδάσκοντες[17]; Με ποια κριτήρια πρόκειται αυτοί οι νεόκοποι, αλλά μη κατονομαζόμενοι, διοικητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων να τη διαχειρισθούν; Μήπως έτσι αναιρείται η αναγκαία αυτοτέλεια των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, η οποία μάλιστα ενδέχεται να είναι και συνταγματικώς κατοχυρωμένη σε ορισμένες χώρες, όπως η Ελλάδα; Εκκωφαντική σιωπή του κειμένου εν προκειμένω[18].
Επιτρέπεται η υπόνοια ότι, είτε πανεπιστημιακοί είτε άσχετοι προς το πανεπιστήμιο, οι διοικούντες θα διαθέτουν παντοδύναμη εξουσία, χωρίς να ελέγχονται από κάποιο συλλογικό, αντιπροσωπευτικό και αιρετό σώμα, όπως η Σύγκλητος. Την εξουσία αυτή θα ασκούν σε ένα αυστηρό ιεραρχικό πλαίσιο, εκ των άνω και συγκεντρωτικά, με τρόπο απολύτως ανάλογο προς το διευθυντικό προνόμιο του εργοδότη σε ιδιωτική επιχείρηση[19].
6. «Το φαινόμενο αυτό έχει αποκτήσει παγκόσμιες διαστάσεις. Σήμερα έχουμε την ανάπτυξη επιχειρηματικού τύπου πανεπιστημίων, όπου η σύγκρουση ακαδημαϊκών αξιών με διοικητικές, ιδιαίτερα σε ζητήματα πανεπιστημιακής διοικήσεως, αποτελούν συχνό φαινόμενο». Ο συντάκτης του κειμένου θεωρεί ασφαλώς τη σύγκρουση αυτή ως αναπόφευκτη, αν όχι καλοδεχούμενη. Ο ίδιος τοποθετείται εκ των προτέρων από την πλευρά τής –κατά διοικητική επιταγή– μεταμόρφωσης του πανεπιστημίου και εμμέσως εναντίον των «ακαδημαϊκών αξιών»! Η βασική ακαδημαϊκή αξία που τίθεται στο στόχαστρο είναι η αφοσίωση του πανεπιστημιακού στο διδακτικό και ερευνητικό έργο του, μακριά από τις –έντιμες ή μη– δοσοληψίες της αγοράς και το κερδαλέο φρόνημα.
«Η έμφαση από τις επιστήμες του ανθρώπου έχει από καιρό μεταφερθεί στις επιχειρηματικού τύπου δραστηριότητες». Ας προσεχθεί εδώ η ασυναίσθητη (;) όσο και εύγλωττη αντιδιαστολή που επιχειρείται μεταξύ της επιστήμης και των οικονομικών δραστηριοτήτων εντός των ΑΕΙ, προφανώς από πανεπιστημιακούς δασκάλους που θα αναλώνουν πολύ περισσότερο χρόνο για επιχειρηματικές δραστηριότητες, ακόμη και προς ίδιον όφελος, από ό,τι για την καλλιέργεια της επιστήμης τους, για την εξύψωση του προσφερόμενου μορφωτικού επιπέδου!
«Το κέντρο του πανεπιστημίου αποτελούν οι θετικές επιστήμες, τα πολυτεχνικά τμήματα και οι επαγγελματικές σχολές (δημοσιογραφίας κ.λπ.), ενώ παρόμοια τάση παρατηρείται και στις κοινωνικές και τις ανθρωπιστικές επιστήμες». Πρόκειται δηλαδή για κάποια τάση να γίνουν «θετικές» και οι επιστήμες του ανθρώπου; Αν μπορούσε να έχει κάποιο νόημα αυτή η επιστημολογικά ακατάληπτη σκέψη, αυτό θα συνίστατο μάλλον στο –επίσης απευκταίο ενδεχόμενο– να επικρατήσει ένα θετικιστικό υπόδειγμα στις επιστήμες του ανθρώπου, εις βάρος της κριτικής παράδοσης στην καλλιέργειά τους[20].
7. «Η δραστική μείωση της κρατικής επιδότησης των πανεπιστημίων αναγκάζει το προσωπικό τους σε ριζικές αλλαγές στον τρόπο διοίκησης, που παρατηρείται σε παγκόσμιο επίπεδο». Εδώ ο εκβιαστικός τόνος της επιχειρηματολογίας καθίσταται ευκρινής. Κατά βάθος οι κυβερνήσεις καλούνται να εγκαινιάσουν ή να συνεχίσουν εσαεί πολιτική υποχρηματοδότησης της ανώτατης παιδείας, προκειμένου να επαληθευθεί η σχετική «πρόβλεψη» του ΟΟΣΑ. Ο εκβιασμός συνίσταται στο ότι αυτός που διατυπώνει μία απειλητική πρόβλεψη κρατά ο ίδιος τον όρο της υλοποίησής της!
8. «Η έννοια του “ανθρώπινου κεφαλαίου”, δηλαδή οι δεξιότητες και η γνώση των εργαζομένων, αποτελούν συγκριτικό πλεονέκτημα στη διαδικασία παραγωγής. Η πρόσκτηση των δεξιοτήτων αυτών πραγματοποιείται είτε με εκπαίδευση σε πανεπιστήμια είτε με διδασκαλία και εμπειρία στη διαδικασία της παραγωγής. Η ανάπτυξη συνεπώς κατάλληλου συστήματος ανώτατης παιδείας αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση οικονομικής ευημερίας. Η επίδοση σε επιστήμες και τεχνολογίες αιχμής (π.χ. μοντέρνα υλικά, μοντέρνες ημιαγωγικές διατάξεις, τεχνολογία ψηφιακής απεικόνισης, υψηλής πυκνότητας ψηφιακή εγγραφή και οπτοηλεκτρονική, τεχνητή νοημοσύνη, βιοτεχνολογία, ολοκληρωμένη παραγωγή με τη βοήθεια υπολογιστών, ιατρική διαγνωστική και τεχνολογίες αισθητήρων) απασχολούν πλέον σοβαρά τα πανεπιστήμια και προς αυτή την κατεύθυνση στρέφουν πλέον τα προγράμματα σπουδών τους και τις ερευνητικές τους προσπάθειες»[21].
Ιδού και η μόνη υποψία οιονεί φιλοσοφικής χροιάς σε ένα άκρως τεχνοκρατικό κείμενο: «Τα πανεπιστήμια αναγνωρίζονται ως βασικός παράγοντας της βασισμένης στη γνώση οικονομίας (knowledge based economy)». Κατ’ αρχάς, ας προσεχθεί η υπαλλακτική χρήση ως συνώνυμων των όρων «οικονομία» και «κοινωνία», γλωσσική χρήση απολύτως ενδεικτική της πρόθεσης για εμπορευματοποίηση κάθε πτυχής του κοινωνικού βίου. Κοινωνία ίσον (καπιταλιστική) οικονομία, τελεία και παύλα. Ας αφεθεί κατά μέρος, στο σημείο αυτό, η αναφορά σε επιδίωξη «οικονομικής ευημερίας» –τίνων και με ποιο αξιακό κριτήριο ευημερίας. Ας μείνει ασχολίαστη επίσης η υποτιμητική για το ανθρώπινο είδος έκφραση «ανθρώπινο κεφάλαιο», σαν να επρόκειτο για πράγμα δεκτικό εκμετάλλευσης για κερδοφορία, άρα δεκτικό εξουσιασμού και απαλλοτριωτό.
Η συνέχεια του κειμένου γίνεται με καθαρώς πολιτική ορολογία. Διασαφηνίζει ασυστόλως τη βασική πολιτική προϋπόθεση, προκειμένου να συναρμοσθεί η καινούργια ανώτατη εκπαίδευση με την «οικονομία που βασίζεται σε γνώση». «Καμία χώρα δεν θα επέτρεπε εκουσίως μόνιμη και σοβαρή υποβάθμιση στα εθνικά της συστήματα έρευνας, μεταφοράς γνώσης και εκπαίδευσης. Και όμως στις αρχές του 21ου αιώνα τα πανεπιστήμια και οι σχέσεις τους με την κοινωνία θα αλλάξουν ριζικά. Τα πανεπιστήμια και οι χώρες στις οποίες αυτά ανήκουν πρέπει να λάβουν σύντομα μέτρα και πολιτικές αποφάσεις για τον έγκαιρο σχεδιασμό των ερευνητικών και γενικότερα των πανεπιστημιακών τους συστημάτων»[22].
Όπως αντιλαμβάνεται ο καθένας, αξίζει τον κόπο να σταθούμε σε αυτό το απόσπασμα, αφού αποδίδει ανάγλυφα τον πυρήνα του συζητούμενου θέματος. Ποια είναι κατ’ αρχάς η πολιτική συνθήκη που καλείται από τις δυνάμεις του κεφαλαίου και τους ιδεολογικούς εκφραστές τους να θέσει σε κίνηση τη «σύγχρονη αντίληψη για ελικοειδή ανάπτυξη των σχέσεων πανεπιστημίου–βιομηχανίας–κυβέρνησης για την παραγωγή γνώσης», κατά την έκφραση του κειμένου;
Η απάντηση δίνεται με εξοργιστική ειλικρίνεια. Είναι η πολιτική δέσμευση των δυνάμεων της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης, με τα δικά τους λόγια, «να υποβαθμίσουν εκουσίως, μονίμως και σοβαρά (sic) τα εθνικά συστήματα εκπαίδευσης και έρευνας»! Και επειδή ακριβώς εικάζεται ότι κάτι τέτοιο θα σκόνταφτε πιθανώς σε ισχυρές αντιστάσεις στο εσωτερικό κάθε κυρίαρχου εθνικού κράτους, προτείνεται ανοιχτά η λύση της διεθνούς πίεσης σε κάθε χώρα χωριστά.
Πώς ενορχηστρώνεται εμπράκτως αυτή η πολιτική πίεση είναι πια γνωστό: αφενός από τους μεγάλους διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς, αφετέρου από συλλογικές πολιτικές αποφάσεις κορυφής, π.χ. της συνόδου των επτά πιο προηγμένων χωρών, συνόδων των Υπουργών ή και των Πρωθυπουργών σε περιφερειακές συσσωματώσεις χωρών, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση κ.λπ. Πρόκειται δηλαδή για μορφή λήψης –συχνά μη αντιστρέψιμων– πολιτικών αποφάσεων κατά πλήρη παράκαμψη των θεσμών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας των τυπικά θεωρούμενων ως κυρίαρχων εθνικών κρατών. Με έξωθεν και εκ των άνω επιβολή πολιτικών επιλογών προς το συμφέρον της διεθνούς επιχειρηματικής τάξης, δηλαδή της άρχουσας τάξης στον διεθνοποιημένο καπιταλισμό.
[1] Προς την ίδια κατεύθυνση και η διακήρυξη της Παγκόσμιας Διάσκεψης του Ντακάρ, με πρωτοβουλία της ΟΥΝΕΣΚΟ (Απρίλιος 2000).
[2] Και τα δύο κείμενα έχουν δημοσιευθεί στην επιθεώρηση «Ανάλεκτα» της Επιτροπής Ερευνών του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Σεπτέμβριος 2001, σ. 13 επ. και 19 επ. Ατυχώς η –ανυπόγραφη, μάλιστα– απόδοσή τους έχει γίνει σε αυτή την επιθεώρηση με τρόπο, ώστε να μη διακρίνεται τι αποτελεί πιστή μετάφραση και τι, ενδεχομένως, στοχασμούς του μεταφραστή και επιμελητή της παρουσίασης. Με αυτή την επιφύλαξη γίνεται περαιτέρω η χρήση τους εκ μέρους μου.
[3] Ειδικά για τις πιέσεις που ασκεί ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου για την «απελευθέρωση της αγοράς παιδείας», αρκούμαι να παραπέμψω στην εμπεριστατωμένη και αποκαλυπτική έκθεση των διεθνών ομοσπονδιών Education International και Public Services International, «Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου και ο “Γύρος της Χιλιετίας”. Τι διακυβεύεται για τη Δημόσια Εκπαίδευση;», Πανεπιστήμιο, τεύχ. 2, 2000, σ. 59-98. Το συμπέρασμα είναι ότι «η δημόσια εκπαίδευση υφίσταται προσφάτως επιθέσεις από τους υπερμάχους της ιδιωτικοποίησης και της απορρύθμισης (deregulation), οι οποίοι επιθυμούν να δουν τον τομέα της εκπαίδευσης διαλυμένο μέσω της έκθεσής του στα ηλεκτροσόκ του διεθνούς ανταγωνισμού» (σ. 176). Επίσης, Χ. Κάτσικα/Π. Σωτήρη, Η αναδιάρθρωση του ελληνικού πανεπιστημίου, ό.π., σ. 125-129. Στην ίδια θεματική ενότητα βλ. και τη μελέτη των Παναγιώτη Γετίμη και Δημήτρη Ζωντήρου, «Η κινητικότητα των Πανεπιστημίων: η ελληνική και διεθνής εμπειρία», Πανεπιστήμιο, τεύχ. 2, 2000, σ. 25-58.
[4] Περαιτέρω εξέταση αυτής της θέσης από τον Ευκλείδη Τσακαλώτο, «Ιδιωτικοποίηση και πανεπιστημιακή εκπαίδευση: τι διακυβεύεται;», Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, τεύχ. 11, 1998, σ. 27-53. Βλ. και Σταυρούλας Τσινόρεμα, «Νέα σύνορα στη σχέση δημόσιου και ιδιωτικού στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση», Ο Πολίτης, τεύχ. 118, 2004, σ. 33-39.
[5] Πρβλ. την «Υπέρ του πανεπιστημίου συνηγορία», στον επίλογο του βιβλίου του ΄Αλκη Ρήγου, Πανεπιστήμιο, ιδεολογικός ρόλος και λόγος, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 2000, σ. 217 επ.
[6] Δηλαδή ακριβώς ό,τι αποφεύγουν συστηματικά οι λεγόμενες δυνάμεις της αγοράς ως ερευνητικό προσανατολισμό.
[7] Βλ. και Δημήτρη Κοτρόγιαννου, «Το Πανεπιστήμιο στην εποχή της “απασχολησιμότητας”: ιστορία, πραγματικότητα και επίφαση», Πανεπιστήμιο, τεύχ. 5, 2002, σ. 61-71.
[8] Βλ. Θεοφάνη Πάκου, «Αξιολόγηση πανεπιστημιακού έργου: θεωρητικά και μεθοδολογικά ζητήματα», Ουτοπία, τεύχ. 41, 2000, σ. 79-101.
[9] Σε ορισμένα κείμενα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατονομάζονται ανοιχτά μερικοί επώνυμοι ενδιαφερόμενοι για παρόμοια εξέλιξη, όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, η Παγκόσμια Τράπεζα, ο Οργανισμός για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη, ως είδος συλλογικού διανοουμένου της διεθνούς επιχειρηματικής τάξης και της εργοδοσίας. Από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξαγγέλλεται expressis verbis ότι η προωθούμενη αξιολόγηση θα αποβλέπει στη μεταρρύθμιση ακόμη και του διδακτικού περιεχομένου προς την κατεύθυνση των «αναγκών της οικονομίας». Κρίνεται επίσης ότι, προκειμένου να είναι αποτελεσματικότερος ο σχετικός εξαναγκασμός, θα πρέπει να ανατίθεται η «αξιολόγηση» σε «όργανα που υπερβαίνουν τα εθνικά σύνορα», υπό τύπον υπερεθνικής, άρα ακατανίκητης, νομοτέλειας απέναντι στις επιμέρους εθνικές κυβερνήσεις και στα πανεπιστημιακά ιδρύματα. Παρόμοια όργανα θα παρακολουθούν τον βαθμό «προσαρμογής» των πανεπιστημίων και των –προφανώς ιδιωτικών– «επαγγελματικών ιδρυμάτων» στις απαιτήσεις της «ελεύθερης οικονομίας». Και με μοχλό την «αξιολόγηση» καθενός ΑΕΙ και καθενός τμήματος, θα προσπαθούν να εξουδετερώσουν τις «ακαδημαϊκές αγκυλώσεις», δηλαδή την όποια τυχόν αντίσταση ή απροθυμία των πανεπιστημιακών να μετατραπούν σε μεταπράτες της γνώσης. Βλ. την τεκμηρίωση του Νίκου Θεοτοκά, «Αξιολόγηση και διασφάλιση ποιότητας. Από το ακαδημαϊκό πανεπιστήμιο στην παραγωγή υπηρεσιών εκπαίδευσης», Ο Πολίτης, τεύχ. 116, 2003, σ. 19, 21.
[10] Αντανακλάσεις αυτής της ιστορικής διαδικασίας στην ελληνική ανώτατη εκπαίδευση αναφέρονται, μεταξύ άλλων, στις μελέτες των Ν. Θεοτοκά, «Εκσυγχρονισμός και ιδεολογικά μέτωπα στο ελληνικό πανεπιστήμιο (1982-2001)» και του Λ. Απέκη, «Η απορρύθμιση της εκπαιδευτικής και ερευνητικής λειτουργίας του πανεπιστημίου και η μεταλλαγή του ακαδημαϊκού και δημόσιου χαρακτήρα του», στον τόμο Ιδεολογικά ρεύματα και τάσεις της διανόησης στη σημερινή Ελλάδα, ό.π., σ. 268-273 και 274-309 αντιστοίχως.
[11] Βλ. περαιτέρω Ηλία Γεωργαντά, «Θεσμικές μεταλλάξεις στο καθεστώς δημόσιας χρηματοδότησης του πανεπιστημιακού έργου», Πανεπιστήμιο, τεύχ. 1, 2000, σ. 5-44.
[12] Εξέταση της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής για την ανώτατη εκπαίδευση γίνεται στο άρθρο Κ. Σταμάτη, «Το Πανεπιστήμιο στη δίνη του νεοφιλελευθερισμού», στον τόμο Δομές και σχέσεις εξουσίας στη σημερινή Ελλάδα, ό.π., σ. 177-198. Επίσης, Χ. Κάτσικα/Π. Σωτήρη, ό.π., κεφ. 1.
[13] Ανάλυση της τελευταίας επιχειρείται, με παραπλήσιο πνεύμα, από τους Θεμιστοκλή Ξανθόπουλο, «Παγκοσμιοποίηση της Αγοράς, Ευρωπαϊκός Χώρος της Ανώτατης Εκπαίδευσης και η Διακήρυξη της Μπολόνια», Πανεπιστήμιο, τεύχ. 3, 2001, σ. 67-90, και Λάζαρο Απέκη, Πανεπιστήμιο, η πολιτική της απορρύθμισης, Εταιρεία πολιτικού προβληματισμού Νίκος Πουλαντζάς, Αθήνα, 2001, σ. 40-46.
[14] Ομόλογες μεταρρυθμιστικές προσπάθειες είχαν αρχίσει βεβαίως ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 στην ηπειρωτική Ευρώπη. Ειδικά για την Ελλάδα βλ. την επισκόπηση των πεπραγμένων στη δεκαετία του 1990 στο Λ. Απέκη, ό.π., σ. 18 επ., και Νίκου Θεοτοκά, «Η προϊούσα υπονόμευση του δημόσιου πανεπιστημίου», Πανεπιστήμιο, τεύχ. 1, 2000, σ. 139-152. Νίκου Πετραλιά, «Οι “μεταρρυθμίσεις” απορρυθμίζουν τον δημόσιο χαρακτήρα του Πανεπιστημίου», Άλφα, Νοέμβριος 1998, σ. 24-29.
[15] Ήδη, με το Σχέδιο Ευρωπαϊκού Συντάγματος εξαγγέλλεται η πρόθεση να απαγορεύεται πλέον και θεσμικά, σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, να επωμισθεί ξανά το κράτος τέτοια λειτουργία. Η Ευρωπαϊκή Ένωση υπόσχεται πρωτίστως «μία ενιαία αγορά», «μία άκρως (sic) ανταγωνιστική κοινωνική οικονομία της αγοράς» –έκφραση βαθύτατα αντιφατική στους όρους που η ίδια χρησιμοποιεί–, «όπου ο ανταγωνισμός είναι ελεύθερος και ανόθευτος» (τίτλος Ι, άρθρο 3). Βλ. Γ. Παπαδημητρίου, ό.π., σ. 31-32. Οι δυνάμεις της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση έπραξαν ακριβώς αυτό που προεξοφλούσε η νεοφιλελεύθερη αντίληψη για το «σύγχρονο» κράτος γενικά. Στο υψηλότερο δυνατό κανονιστικό επίπεδο θέλησαν να κατοχυρώσουν τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής και ανταλλαγής στη νεοφιλελεύθερη εκδοχή του και όχι σε εκείνη του παρεμβατικού κοινωνικού κράτους. Διότι στο πλαίσιο του τελευταίου η καπιταλιστική οργάνωση της οικονομίας μονάχα «μεικτή» μπορεί να είναι και όχι καθαρόαιμη, άκρως ανταγωνιστική, οικονομία της αγοράς.
[16] Το Σχέδιο Ευρωπαϊκού Συντάγματος, στο άρθρο ΙΙ-14, αναγράφει ότι το δικαίωμα στην εκπαίδευση «περιλαμβάνει την ευχέρεια δωρεάν παρακολούθησης της υποχρεωτικής εκπαίδευσης» (υπογράμμιση δική μου). Βλ. Γ. Παπαδημητρίου, ό.π., σ. 83. Εξ αντιδιαστολής προκύπτει ανενδοιάστως η δυνατότητα καθενός κράτους-μέλους να επιβάλει δίδακτρα ήδη από την πρώτη τάξη του λυκείου, άρα κατά μείζονα λόγο και στην ανώτατη εκπαίδευση! Το ίδιο άρθρο καθιερώνει την «ελευθερία ίδρυσης εκπαιδευτικών ιδρυμάτων» αδιακρίτως, άρα και από ιδιώτες.
[17] Για μερικές πρώιμες ενδείξεις αυτής της τάσης βλ. περαιτέρω τα άρθρα των Παναγιώτη Νούτσου, «Πανεπιστήμιο: οι όροι του πλέγματος των σχέσεων εξουσίας», και Γεράσιμου Κουζέλη, «Από τη διδασκαλία στα προγράμματα: γνώση και εξουσία στο σημερινό Πανεπιστήμιο», στον τόμο Δομές και σχέσεις εξουσίας στη σημερινή Ελλάδα, εκδ. Ιδρύματος Σάκη Καράγιωργα, Αθήνα, 2000, σ. 199-203 και 204-209 αντιστοίχως.
[18] Διερεύνηση του θέματος επιχειρεί αντιθέτως η μελέτη των Δημήτρη Σαραφιανού και Πηνελόπης Φουντεδάκη, «Η πανεπιστημιακή διοίκηση στον αστερισμό της παραγωγικότητας», Πανεπιστήμιο, τεύχ. 1, 2000, σ. 45-77.
[19] Η υπόνοια αυτή μεταβάλλεται σε βεβαιότητα, αν κανείς αναγνώσει π.χ. την «έκθεση αξιολόγησης» του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, από εξωτερικούς κριτές, της «Ένωσης Ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων». Η Ένωση αυτή φαίνεται να έχει επωμισθεί σήμερα τον ρόλο να εκλαϊκεύσει την ιδεολογία του αγοραίου πανεπιστημίου «εκ των έσω», με πανεπιστημιακούς ζηλωτές, πρόθυμους για την εν λόγω αποστολή. Βλ. Κ. Σταμάτη, «Για την “έκθεση αξιολόγησης” του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου», Ο Πολίτης, τεύχ. 94, Νοέμβριος 2001, σ. 14 επ.
Σε αυτή την «έκθεση αξιολόγησης» διατυπώνεται χωρίς περιστροφές η κριτική εναντίον της ελληνικής πανεπιστημιακής εκπαίδευσης ότι βαρύνεται με υπερβολική «πληθώρα παικτών» στη λήψη των αποφάσεων, κατά την, τυπικά αγοραία, έκφραση των συντακτών της «έκθεσης»! Και ότι θα έπρεπε η λήψη των αποφάσεων να ανατεθεί σε ένα «συγκεντρωτικό και ιεραρχικό σύστημα διοίκησης», το οποίο θα διαχέει εκ των άνω ένα νέο –ποιο άραγε;– «όραμα» για το συγκεκριμένο ΑΕΙ. Το όραμα αυτό θα οφείλουν να το διαδίδουν οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι «ακόμη και στην αίθουσα διδασκαλίας»!
Ανάμεσα σε άλλα ερωτηματικά που γεννά αυτή η ερεβώδης σύσταση, ας περιορισθούμε στα εξής. Τι δέον γενέσθαι, λόγου χάριν, αν συμβαίνει κάποιοι από τους πανεπιστημιακούς να εμφορούνται από άλλο «όραμα» για την εκπαίδευση; Και, εάν αυτοί αρνηθούν να γίνουν απολογητές του νεοφιλελεύθερου ολοκληρωτισμού, ο διοικητής-εργοδότης τους θα μπορεί άραγε να καταργεί το μάθημά τους ή να ασκεί πειθαρχικό έλεγχο εις βάρος τους και να τους απολύει, διότι «δεν συνεμορφώθησαν προς τας υποδείξεις»; Τι απομένει έτσι από τη συνταγματικά κατοχυρωμένη «ακαδημαϊκή ελευθερία» και την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών στον κατεξοχήν θεσμό που μέχρι σήμερα ήταν –ή καλύτερα θα όφειλε να είναι– συμπυκνωτής και βηματοδότης της ελεύθερης διαπάλης ιδεών και εργαστήριο κριτικής σκέψης;
Για όσους δεν έχουμε απολέσει την ιστορική μνήμη σε αυτόν τον τόπο, έχουμε βιώσει ανάλογο προς το προτεινόμενο «πρότυπο» από τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου 1936 μέχρι και την πτώση της επτάχρονης στρατιωτικής δικτατορίας το 1974. Πρόκειται βεβαίως για τον θεσμοποιημένο αντικομμουνισμό και την ιδεολογία του λεγόμενου ελληνοχριστιανικού πολιτισμού σε ολόκληρη αυτή την περίοδο. Για αντίστοιχες αρνητικές εμπειρίες στη Μεγάλη Βρετανία, ως προς την ακαδημαϊκή ελευθερία εντός «επιχειρηματικού πανεπιστημίου», βλ. τη μελέτη του R. Cowen, «Ακαδημαϊκή ελευθερία, Πανεπιστήμιο και Οικονομία της Γνώσης», ό.π., σ. 3-23. Βλ. περαιτέρω την ανάλυση του Γιάννη Βαρουφάκη, «Η υποχώρηση των ιδεών: Συμπεράσματα από τη βρετανική και την αυστραλιανή εμπειρία με την “αξιολόγηση” του πανεπιστημιακού έργου», στον τόμο Ιδεολογικά ρεύματα και τάσεις της διανόησης στη σημερινή Ελλάδα, ό.π., σ. 43-57.
[20] Άραγε, για παράδειγμα, υπόδειγμα θα καθίστατο ο Κοντ, ενώ θα εξοστρακιζόταν ο Καντ;
[21] Είτε πρόκειται για αυτούσιες περικοπές από την έκθεση του ΟΟΣΑ είτε για εκλαϊκευτικές εκτιμήσεις του Έλληνα σχολιαστή, πρόκειται πάντως για θέσεις με ταυτόσημη γενική αντίληψη. Σ‘ αυτή δίνεται με συμπυκνωμένο τρόπο η προσβλεπόμενη και εμμέσως επιβαλλόμενη νέα διάταξη ανάμεσα στο Κράτος, τα ΑΕΙ επιχειρηματικού τύπου, τις ανάγκες κερδοφορίας του κεφαλαίου και με την απαραίτητη αναφορά passe-partout στην «κοινωνία της γνώσης».
[22] Με εντελώς ομόρρυθμο πνεύμα εκφράζεται κείμενο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (2003), στο οποίο εκτιμάται ότι «τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, καθώς παρέμειναν για μεγάλο χρονικό διάστημα σχετικά απομονωμένα τόσο από την κοινωνία όσο και σε διεθνές επίπεδο, χάρη στην εξασφαλισμένη χρηματοδότησή τους και το προστατευμένο καθεστώς τους (…), διάβηκαν το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα χωρίς να αμφισβητηθεί ουσιαστικά ο ρόλος τους ή η φύση της συμβολής τους στην κοινωνία. Οι μετατροπές που γίνονται σήμερα και οι οποίες έγιναν πιο έντονες εδώ και δέκα χρόνια εγείρουν το εξής καίριο ερώτημα: Τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια υπό τη σημερινή μορφή και οργάνωσή τους μπορούν να ελπίζουν ότι θα διατηρήσουν στο μέλλον τη θέση τους στην κοινωνία και στον κόσμο;» (υπογράμμιση δική μου). Η περικοπή εκτίθεται στο διαφωτιστικότατο άρθρο του Νίκου Θεοτοκά, «Αξιολόγηση και διασφάλιση ποιότητας», ό.π., σ. 25. Ο απειλητικός τόνος του κατ’ επίφαση ρητορικού ερωτήματος που υποβάλλει το κείμενο είναι εξόφθαλμος.